(Φαίδων 78b-84b)
Ό,τι
έχει σχηματιστεί με σύνθεση (συντίθεσθαι) και ως εκ
τούτου είναι σύνθετο μπορεί, επειδή συνετέθη, να διαλυθεί στα συστατικά του
στοιχεία. […] Η δεύτερη απόδειξη για την αθανασία της ψυχής ξεκινά λοιπόν
με μια φυσικοφιλοσοφική σκέψη, η οποία είχε ήδη διατυπωθεί από τον Εμπεδοκλή
και από άλλους πριν από τον Πλάτωνα. Εμπεδοκλής, απ. 8: «Γέννηση δεν υπάρχει σε
κανένα απ’ όλα τα θνητά πράγματα κι ούτε τέλος με το […] θάνατο, παρά μόνο
ανάμειξη και χωρισμός των αναμιγμένων στοιχείων […].» Τα πρωταρχικά στοιχεία,
που κατά τον Εμπεδοκλή μένουν αμετάβλητα σε κάθε ανάμειξη και διαχωρισμό, είναι
τα τέσσερα στοιχεία: φωτιά, αέρας, νερό και γη, που πρώτος εκείνος έθεσε και
κατόπιν έγιναν σχεδόν καθολικά αποδεκτά.
Αφού
γένεση και φθορά δεν είναι τίποτε άλλο παρά σύνθεση και διαχωρισμός, εκείνο που
είναι πάντοτε ίδιο, που δεν γεννιέται ούτε φθείρεται, είναι το ασύνθετο.
Ό,τι δεν είναι σύνθετο δεν μπορεί να έχει γεννηθεί, γιατί γένεση δεν σημαίνει
τίποτε άλλο παρά το «να έχει συντεθεί κάτι από μέρη»· ούτε και μπορεί να
φθείρεται, δηλαδή να διασπάται στα μέρη του. Καθετί που προσεγγίζουμε γνωστικά διά των αισθήσεων μπορεί να
μεταβληθεί, είναι φθαρτό, γιατί είναι κάθε φορά κάτι σύνθετο. Αμετάβλητο, αντίθετα, είναι εκείνο που είναι πάντοτε ίδιο, που
είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του, που ούτε γεννιέται ούτε φθείρεται. Τα
χαρακτηριστικά αυτά είναι τα χαρακτηριστικά των ιδεών. […]
Ο διαχωρισμός των περιοχών
«σύνθετο-ασύνθετο, μεταβλητό-αμετάβλητο» ισοδυναμεί επομένως με τη διάκριση του
αισθητηριακά αντιληπτού από εκείνο που μπορεί να συλληφθεί μόνο με τη νόηση,
όχι όμως με τις αισθήσεις. Υπάρχουν δύο είδη των όντων (Φαίδ. 79a6). Το ένα
είδος είναι το ορατόν, που μόνο καταχρηστικά είναι «ον». Το
«ορατό» έχει εδώ την έννοια του «αντιληπτού δια των αισθήσεων». Το άλλο είδος είναι το αειδές, το αόρατο. Το ορατό είδος των «όντων» είναι μεταβλητό,
φθαρτό και πολλαπλό, δε μένει ποτέ ίδιο με τον εαυτό του· το αόρατο είδος μένει
πάντοτε ίδιο με τον εαυτό του, άρα δε μεταβάλλεται, είναι άφθαρτο και ενιαίο,
δηλαδή ασύνθετο. Με ποιο από τα δύο είδη
είναι ομοιότερον και συγγενέστερον το ανθρώπινο σώμα, με ποιο
η ψυχή (Φαίδ. 79b4); […]
Η ψυχή δεν είναι όμοια με το αμετάβλητο ον – τούτο θέλει να υπογραμμίσει εδώ ο Πλάτων -, αλλά είναι ομοιότερη με αυτό παρά με εκείνο
που μεταβάλλεται και αλλάζει. Η ψυχή δεν αποτελεί η ίδια ένα είδος, μια ουσία. Ούτε ανήκει στη σφαίρα
του αισθητηριακά αντιληπτού, γιατί δεν μπορεί να συλληφθεί με τις αισθήσεις.
Εφόσον όμως εισέρχεται στο σώμα και του δίνει ζωή, μεταβαίνει στην περιοχή του
αισθητού, χωρίς η ίδια να γίνεται κάτι αισθητό. Το σώμα είναι μεν αισθητηριακά
αντιληπτό, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν είναι όμοιο με το αισθητηριακά αντιληπτό,
αλλά «ομοιότερο και συγγενέστερο», γιατί, εφόσον είναι έμψυχο, υπάρχει εντός
του κάτι που ανήκει στο μη αισθητό.
Το πρώτο αυτό συμπέρασμα, ότι δηλαδή η ψυχή είναι ομοιότερη με εκείνο που
μένει πάντοτε ίδιο με τον εαυτό του, με εκείνο που μπορεί να συλληφθεί μόνο με
τη σκέψη, ενώ το σώμα είναι ομοιότερο με το αισθητό και το μεταβλητό, υποστηρίζεται με δύο πρόσθετα επιχειρήματα.
Το να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει να στρέφεται με τις γνωστικές του δυνάμεις
προς το ον. Αυτό το επιτελεί η ψυχή
με διπλό τρόπο. Μπορεί να χρησιμοποιήσει την όραση, την ακοή ή όποια άλλη
αίσθηση για την παρατήρηση κάποιου πράγματος. Η ψυχή προσλαμβάνει τον ιδιαίτερο
χαρακτήρα εκείνου προς το οποίο στρέφεται. Όταν λοιπόν η ψυχή προσπαθεί να
γνωρίσει κάτι με την αρωγή των αισθήσεων, τότε κατευθύνει τη γνωστική της
δύναμη προς το ασταθές και ταλαντευόμενο και γίνεται η ίδια ασταθής και
ταλαντευόμενη. Δεν έχει κανένα σταθερό στήριγμα στα πράγματα προς τα οποία
κατευθύνει τη γνώση της. Τα αντικείμενα μεταβάλλονται, η κατάσταση είναι κάθε
φορά διαφορετική. Εκείνος που στρέφει την προσοχή του στα μεταβλητά πράγματα
που πιστεύει ότι πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του τη μεταβαλλόμενη κάθε φορά
κατάσταση δεν θα πρέπει να απορήσει αν οι σκέψεις του κλυδωνίζονται σαν ένα
καράβι μέσα στη θύελλα. Όταν όμως η ψυχή από μόνη της, χωρίς να δέχεται τη
βοήθεια των αισθήσεων, παρατηρεί αυτό που πάντοτε είναι το ίδιο με τον εαυτό
του, το αμετάβλητο, τότε μένει προσκολλημένη σ’ αυτό ακριβώς το αμετάβλητο·
γίνεται η ίδια αμετάβλητη, τουλάχιστον για όσο χρόνο είναι στραμμένη προς το
αμετάβλητο. Από αυτό συνάγεται ότι η ψυχή είναι ομοιότερη με αυτό που
πάντοτε είναι το ίδιο με τον εαυτό του παρά με το μεταβαλλόμενο. Όταν δηλαδή
κατά τη γνώση αποσυρθεί στον εαυτό της και δεν χρησιμοποιήσει ως βοήθεια τα
σωματικά αισθητήρια όργανα, τότε φθάνει στη γνώση αυτού που μένει πάντοτε ίδιο
με τον εαυτό του και προσλαμβάνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά εκείνου. Αν όμως στηριχθεί στα αισθητήρια όργανα,
τότε η ψυχή σύρεται στο σωματοειδές και διαμορφώνεται από την ουσία εκείνου,
δηλαδή από αστάθεια και σύγχυση.
Παραπέρα: Αυτό που μένει
πάντοτε ίδιο με τον εαυτό του, το αδιάλυτο και απλό, είναι το θείο. Επειδή οι ιδέες μένουν πάντοτε ίδιες με τον
εαυτό τους και είναι αδιάλυτες και απλές, το κατηγόρημα «θείες» ταιριάζει σ’
αυτές. Η ψυχή, όπως είδαμε, είναι ομοιότατον με αυτό που μένει πάντοτε
ίδιο με τον εαυτό του, με το «θείο», εφόσον κατά τη γνώση στραφεί προς εκείνο
(Φαιδ. 80b)· το σώμα, αντίθετα, είναι ομοιότατον με αυτό που δεν μένει ποτέ ίδιο με τον εαυτό του. Αυτό
που δεν μένει ποτέ ίδιο με τον εαυτό του είναι το φθαρτό και θνητό. Αν η ψυχή δεσμευτεί από το σωματικό, τότε
σύρεται πάντοτε στο σωματικό.
Ομοίωση προς το θείο ή
ομοίωση προς το εφήμερο είναι οι δύο δυνατότητες για τις οποίες πρέπει
αποφασίσει η ψυχή. Η ομοίωση προς το θείο είναι δυνατή μόνο μέσω της γνώσης,
εφόσον η ψυχή στην καθαρή σκέψη στραφεί προς το ουσιαστικό είναι και ταυτόχρονα
αποστραφεί, όσο είναι δυνατόν, από το σώμα. Η ψυχή είναι ομοιότερη με το αμετάβλητο και αιώνιο παρά με το μεταβλητό
και εφήμερο, στο οποίο βέβαια επίσης ανήκει, καθ’ όσον δίνει ζωή στο σώμα.
Τι συνάγεται απ’ όλα αυτά
σχετικά με το ερώτημα για την αθανασία της ψυχής; Στο σώμα απομένει, μετά το θάνατο, να διαλυθεί σχετικά γρήγορα στα
συστατικά του στοιχεία. Αλλά αν η
ψυχή στη διάρκεια της ζωής επικεντρωνόταν κατά την επιδίωξη της γνώσης στον
εαυτό της, όσο της ήταν δυνατόν, και αν περιόριζε στο αναπόφευκτο ελάχιστο όριο
τη σχέση με το σώμα, αν επομένως ομοιωνόταν
με το αμετάβλητο και θείο, τότε μετά το θάνατο, μετά το χωρισμό από το σώμα,
φθάνει σ’ εκείνο με ο οποίο είναι κατ’ ουσίαν συγγενής και εκεί βρίσκει την ευδαιμονίαν (Φαίδ. 81a6). Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα αν η ψυχή είναι δέσμια του σωματικού.
Τα πάθη που πηγάζουν από το σώμα
μαγεύουν την ψυχή και δεν την αφήνουν να φθάσει στη γνώση του παντοτινού όντος,
αλλά την τραβούν κάτω προς το σωματικό.
Μια ψυχή που δεν έχει βρει τον εαυτό της, αλλά έχει παραδοθεί στο ξένο προς
αυτήν στοιχείο, δεν μπορεί μετά το χωρισμό από το σώμα να φθάσει σ’ εκείνο που
μένει πάντοτε ίδιο και θείο, αλλά σύρεται ξανά στο σωματικό. Πιθανώς θα διαλέξει τότε κι ένα σώμα που θα
ανταποκρίνεται στη δική της αντίληψη για τη ζωή. Θα εισέλθει τότε σ’ ένα γαϊδούρι, για παράδειγμα (Φαιδ. 81e6), ή σε
άλλο σώμα ζώου. Εφόσον ο άνθρωπος προσπάθησε να ζήσει μια έντιμη ζωή χωρίς γνώση και
νου, η ψυχή του θα εισέλθει είτε σε
ζώα που αγαπούν την τάξη (μέλισσες) είτε και πάλι σ’ ένα ανθρώπινο σώμα. Σε συναναστροφή όμως με το θείο θα φθάσει
μόνο η ψυχή εκείνη που επιδιώκει τη γνώση του παντοτινού όντος.
Η μέχρι τώρα ανάλυση ρίχνει
λίγο φως στην πλατωνική
θεωρία της μετεμψύχωσης. Εκείνος
που αγαπά τη σοφία, εκείνος συνεπώς που επιδιώκει τη γνώση του παντοτινού
όντος και σύμφωνα προς αυτό εγκαταλείπει το σωματικό, μετά το θάνατο απαλλάσσεται από τη μετεμψύχωση (Φαίδ. 81a). Η ψυχή του
μετά το χωρισμό από το σώμα, μένει στην περιοχή του θείου. Όλες οι άλλες ψυχές όμως δεν βρίσκουν
ησυχία· όσο ήταν ενωμένες με το σώμα δεν έβρισκαν στήριγμα στη γνώση του
αμετάβλητου, γι’ αυτό δεν βρίσκουν ούτε και όταν χωρισθούν από αυτό. Επειδή μ’ αυτόν τον τρόπο είναι περισσότερο εξαρτημένες από το
σωματικό παρά από το νοητό, σύρονται και πάλι σε σώματα, και μάλιστα σε σώματα
ζώων ή και σε σώματα ανθρώπων, ανάλογα με τη δράση τους στην προηγούμενη ζωή.
Βέβαια, μια τέτοια ψυχή δεν εισέρχεται αμέσως μετά το θάνατο, αμέσως μόλις
χωρισθεί από το σώμα, σ’ ένα άλλο σώμα, αλλά για κάποιο διάστημα περιπλανιέται
μόνη της με τον εαυτό της. Εδώ ο Πλάτων συνδέει τη θεωρία του με παραστάσεις
της μυθολογίας και της λαϊκής πίστης. Αν έχουν έτσι τα πράγματα, ώστε μόνο η
ψυχή που επιδιώκει την καθαρή γνώση να φθάνει στο συγγενές με αυτή, στο θείο,
τότε προκύπτουν συγκεκριμένα αιτήματα ηθικής υφής για το φιλόσοφο. Φιλοσοφία
είναι η επιδίωξη της καθαρής γνώσης. Επειδή είναι ακριβώς αυτό, είναι συγχρόνως
αποστροφή από τα πάθη, απομάκρυνση από καθετί που θολώνει την καθαρή σκέψη και
προσδένει την ψυχή στο σώμα. Αν μια ψυχή ζει σύμφωνα με τα αιτήματα αυτά, δεν
χρειάζεται να φοβάται μήπως διαλυθεί ή μήπως συρθεί ξανά στο σωματικό.
Συνοψίζουμε την απόδειξη
αυτή: Διαλυτό στα μέρη του και άρα φθαρτό είναι το σύνθετο· το ασύνθετο δεν
μπορεί να αποσυντεθεί σε μέρη. Σύνθετος είναι ο μεταβλητός κόσμος της
αισθητηριακής εμπειρίας· το ασύνθετο είναι εκείνο που είναι πάντοτε όμοιο με
τον εαυτό του. Αυτό το τελευταίο είναι προσιτό μόνο στη σκέψη. Το ανθρώπινο
σώμα είναι συγγενέστερο με το μεταβλητό, η ψυχή αντίθετα με το αμετάβλητο. Αν η
ψυχή, στην καθαρή γνώση, στρέφεται προς το αμετάβλητο, τότε βρίσκεται στη δική
ουσία. Αν όμως στρέφεται προς το
σωματικό, τότε ξέρει ότι δεν μπορεί να βρει κανένα στήριγμα. ... Η ψυχή όμως εκείνη που είναι δέσμια του σωματικού
σύρεται συνέχεια στο σωματικό. Για διάλυση ή καταστροφή της ψυχής δεν μπορεί
άρα ούτε λόγος να γίνεται.
Έχει λοιπόν αποδειχθεί τώρα η αθανασία της ψυχής; Ο Πλάτων βάζει
τον Σωκράτη να μιλήσει (Φαίδ. 84c): «Ό,τι
ειπώθηκε δίνει πράγματι ακόμη αφορμή για κάποιους ενδοιασμούς και αντιρρήσεις,
εάν θελήσει κανείς να διεξέλθει πλήρως το ζήτημα»· και ο συνομιλητής του Σιμμίας λέει (Φαίδ. 85c): «Εγώ, Σωκράτη, για τέτοια ζητήματα σκέφτομαι όπως και εσύ: Το να
αποκτήσει κανείς πλήρη βεβαιότητα γι’ αυτά στην παρούσα ζωή ή είναι αδύνατο ή
πάρα πολύ δύσκολο»· από την άλλη
πλευρά δεν θα πρέπει να παύει κανείς να αναζητεί την καλύτερη και τη λιγότερο
αμφισβητήσιμη ανθρώπινη απόδειξη, εκτός και αν μπορούσε κανείς να πορευθεί στη
ζωή του πάνω στο στέρεο όχημα ενός θείου λόγου
(Φαίδ. 85d). Αυτό σημαίνει ότι η πλήρης γνώση είναι απρόσιτη
στον άνθρωπο· μόνο ένας υπεράνθρωπος λόγος
θα μπορούσε να προσφέρει διαύγεια. Ο
Πλάτων έχει σαφή επίγνωση των ορίων στα οποία υπόκειται η ανθρώπινη γνώση. Από
τη συνειδητοποίηση αυτή πηγάζει η συνεχής του αναζήτηση, το να μην αρκείται σε
μια απόδειξη. Τι έχει αποδειχθεί ως τώρα; Έχει αποδειχθεί ότι η ψυχή είναι
κάτι ασώματο, αόρατο και «θείο», κι ακόμη ότι είναι προϋπάρχουσα και ότι
υπάρχει μετά. Πιθανώς είναι αθάνατη, αλλά όμως μόνο πιθανώς. Δεν αποκλείεται να
εισέρχεται σε πολλά σώματα, αλλά τελικά να πεθαίνει. Στη φάση αυτή της συζήτησης ο Πλάτων επιτρέπει δύο αντιρρήσεις. Οι αντιρρήσεις
θα δείξουν ότι η επιχειρηματολογία δεν έχει επιτύχει ακόμη το βαθμό βεβαιότητας
που πρέπει να αποκτήσει.
Karl Bormann,
Πλάτων
(Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ.
145 -152)