Για
ένα διάστημα φαινόταν ότι ο Γιουνγκ επρόκειτο να έχει μια λαμπρή, αστική
σταδιοδρομία στον τομέα της κλινικής ψυχολογίας. Το 1900, μόλις αποφοίτησε από
την ιατρική σχολή στην ηλικία των είκοσι πέντε ετών, μπήκε ως ασκούμενος σε μια
από τις πιο φημισμένες κλινικές του κόσμου, την κλινική Burghölzli στη Ζυρίχη,
όπου μαθήτευσε υπό την εποπτεία του διάσημου Eugen Bleuler. Εκεί ανακάλυψε τα
γραπτά του Φρόυντ. Το 1906 άρχισε να
γίνεται ευρύτερα γνωστός όταν επινόησε ένα τεστ λεκτικών συνειρμών εμπνευσμένο
από τη θεωρία του Φρόυντ για το ασυνείδητο.
Την
ίδια χρονιά, οι δύο τιτάνες του πρώιμου
ψυχαναλυτικού κινήματος άρχισαν να αλληλογραφούν. Η φιλία τους θα κορυφωθεί το
1909, όταν ο Φρόυντ και ο Γιουνγκ διέσχισαν μαζί τον Ατλαντικό για να δώσουν
μια σειρά διαλέξεων στο Πανεπιστήμιο Clark. Ενώ το πλοίο τους πλησίαζε στη
Νέα Υόρκη, λέγεται ότι ο Φρόυντ γύρισε και είπε στον Γιουνγκ: «Δεν ξέρουν ότι
τους φέρνουμε την πανούκλα;»
Εκ
των υστέρων μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι η σχέση του Φρόυντ με τον Γιουνγκ
καθοριζόταν από συναισθήματα βαθιάς αμοιβαίας μεταβίβασης. Στις αρχές του 20ου αιώνα η κλινική Burghölzli ήταν ένα από τα
πιο φημισμένα ψυχιατρικά ιδρύματα. Ο Φρόυντ, αντίθετα, ήταν καθηλωμένος στη
Βιέννη, ενώ το «ψυχαναλυτικό κίνημα» -το οποίο εκείνο τον καιρό αποτελούνταν
μόνο από τον Δάσκαλο και μια χούφτα Εβραίους μαθητές του που παρευρίσκονταν
στις βραδινές συναντήσεις της Τετάρτης- χρειαζόταν άμεσα μια θεσμική βάση. Στην αλληλογραφία του ο Φρόυντ δεν έκρυψε
ότι θεωρούσε τον Γιουνγκ και τον Bleuler -τη «Σχολή της Ζυρίχης»- ιδανικούς
κήρυκες του ψυχαναλυτικού δόγματος στον μη εβραϊκό κόσμο, που θα έφερνε, ως
αποτέλεσμα, τη διεθνή αναγνώριση και των δύο (της ψυχανάλυσης και του
ίδιου). Πίστευε ότι έτσι η ψυχανάλυση θα μπορούσε ίσως να απαλλαγεί από το
στίγμα της «εβραϊκής επιστήμης». Επιπλέον, ο Φρόυντ δεν έτρεφε ιδιαίτερα μεγάλη
εκτίμηση για τους συναδέλφους του στη Βιέννη. Στο πρόσωπο του Γιουνγκ -ενός ψηλού, ωραίου, ευφυούς νέου, που ήταν
επιπλέον γνήσιος «Τεύτων»- ο πενηντάχρονος Φρόυντ πίστευε ότι είχε ανακαλύψει
τον άξιο συνεχιστή του, τον διάδοχό του στο θρόνο του ψυχαναλυτικού κινήματος.
«Είσαι στ' αλήθεια ο μόνος ικανός για μια πρωτότυπη συμβολή [στην ψυχανάλυση]»,
σημείωνε σ' ένα γράμμα του στον Γιουνγκ το 1908. Τρία χρόνια αργότερα, ο Φρόυντ εκμυστηρεύτηκε
στον Ελβετό ψυχολόγο Ludwig Binswangen «Όταν χηρέψει το βασίλειο που έχω
ιδρύσει, ο Γιουνγκ θα το κληρονομήσει όλο μόνος του». Έτσι, όταν το 1910
ιδρύθηκε η Διεθνής Ψυχαναλυτική Εταιρεία, ο Γιουνγκ εξελέγη πρόεδρός της με τις
ευλογίες του Φρόυντ και προς μεγάλη απογοήτευση των ψυχαναλυτών της Βιέννης,
και διατήρησε τη θέση αυτή μέχρι την τελική τους ρήξη τέσσερα χρόνια αργότερα.
Στο πρόσωπο του
Φρόυντ, που ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του, ο Γιουνγκ είχε βρει τόσο την
πατρική μορφή που του έλειπε όταν ήταν παιδί (στην αλληλογραφία τους κυριαρχεί
μια τυπική φρασεολογία της σχέσης πατέρα-γιου) όσο και την επαγγελματική αναγνώριση που αποζητούσε. Ο Γιουνγκ δεν
προσπάθησε ποτέ να κρύψει την ομοφυλοφιλική φύση της προσκόλλησης του στον
Φρόυντ -αναφέρεται με ειλικρίνεια στις «καθαρά ερωτικές αποχρώσεις» της-, εκδηλώνοντας
μια λατρεία που ο Γιουνγκ παρομοίαζε με «θρησκευτικό πάθος». 0 Φρόυντ του
απάντησε -προφητικά, όπως αποδείχτηκε- ότι μια τέτοια θρησκευτική αφοσίωση δεν
μπορούσε παρά να οδηγήσει τελικώς στην προδοσία.
Μπορεί
να είναι υπερβολικό να μιλήσει κανείς για «κεραυνοβόλο έρωτα», ξέρουμε όμως ότι
όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά στη Βιέννη το 1907 οι δύο άντρες ξενύχτησαν
συζητώντας επί δεκατρείς συνεχείς ώρες. Καθώς η τραυματική ρήξη της σχέσης του
με τον Wilhelm Fliess ήταν ακόμη νωπή στη μνήμη του, ο Φρόυντ στα γράμματά του
ζητούσε συχνά από τον Γιουνγκ να τον διαβεβαιώσει για την αφοσίωση του. Τις περισσότερες
φορές, ο νεαρός Γιουνγκ απαντούσε θετικά. Ο
Φρόυντ δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι ο Γιουνγκ αποδεχόταν τη θεωρία του για τη
σεξουαλική προέλευση των νευρώσεων - τη λεγόμενη «θεωρία της λίμπιντο», που
είχε γίνει κεντρικός άξονας του ψυχαναλυτικού δόγματος. Οι οιδιπόδειοι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν όταν οι δυο άντρες
επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο που θα τους πήγαινε
στο συνέδριο στο Πανεπιστήμιο
Clark.
Στο δείπνο, μετά από ένα δυο ποτήρια
κρασί, ο Γιουνγκ άρχισε να φλυαρεί ασταμάτητα
για την ανακάλυψη προϊστορικών
αρχαιολογικών ευρημάτων -από «τυρφώδεις μούμιες»- που είχαν έρθει στο φως πριν
από λίγο καιρό στο Βέλγιο. Ο Φρόυντ προσπάθησε ν’ αλλάξει θέμα συζήτησης, αλλά
ο Γιουνγκ συνέχισε αγνοώντας τον. Όταν ο Φρόυντ συνειδητοποίησε ότι η εμμονή
του Γιουνγκ στο θέμα αυτό πήγαζε από μια υποσυνείδητη επιθυμία θανάτου εναντίον
του, λιποθύμησε.
Στα
υπερατλαντικά ταξίδια τους οι δύο άντρες
περνούσαν το χρόνο τους αναλύοντας ο ένας τα όνειρα του άλλου μέχρι το πρωί. Σε
μία τέτοια συζήτηση προκλήθηκε ένα θεμελιώδες ρήγμα στη σχέση τους. Καθώς
ανέλυε ένα απ' τα όνειρα του Φρόυντ, ο Γιουνγκ του ζήτησε μερικές πληροφορίες
για την ιδιωτική του ζωή προκειμένου να ολοκληρώσει την ερμηνεία του ονείρου. 0
Φρόυντ αρνήθηκε ισχυριζόμενος ότι κάτι τέτοιο θα έθετε υπό αίρεση την αυθεντία
του. Η άρνηση του Φρόυντ ήταν καταλυτική για τον Γιουνγκ, γιατί αποδείκνυε ότι
ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης έδινε μεγαλύτερη αξία στην αυθεντία παρά στην
αλήθεια.
Ο
Φρόυντ είχε επενδύσει σχεδόν τα πάντα στον Γιουνγκ, ως επίλεκτο διάδοχό του
στον ψυχαναλυτικό θρόνο. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι για μια περίοδο έκανε
κυριολεκτικά τα πάντα για να κρατήσει τον Ελβετό συνάδελφό του στους κόλπους
του ψυχαναλυτικού κινήματος. Μάταια όμως. Γύρω
στα 1911, καθώς ο Γιουνγκ άρχισε να γράφει μια περίεργη και σκοτεινή πραγματεία
με θέμα τη σχέση ανάμεσα στο ασυνείδητο και στην κλασική μυθολογία (Μεταμορφώσεις και σύμβολα της λίμπιντο), η σχέση τους
πήρε την κατιούσα.
Είναι βέβαιο ότι οι πνευματικοί δρόμοι των δύο ανδρών χωρίστηκαν για πάντα αυτή
την περίοδο. Ο Φρόυντ πίστευε ακράδαντα
ότι η ψυχανάλυση ήταν πρώτα και κύρια επιστήμη. Το πνευματικό του ήθος ήταν
βαθιά ριζωμένο στην παράδοση του Διαφωτισμού. Η ψυχανάλυση επιδίωκε να
φέρει τις ιδέες του ασυνείδητου στη συνείδηση, για να απελευθερώσει έτσι τα
άτομα από το νεκρό βάρος του παρελθόντος και να αποκαταστήσει την αυτονομία
τους. Ή, όπως συνόψισε εύστοχα ο ίδιος ο Φρόυντ το σκοπό της ψυχαναλυτικής
διαδικασίας: «Εκεί όπου ήταν το αυτό, θα πρέπει να έρθει το εγώ».
Όπως διαπίστωσε
σύντομα ο Φρόυντ, ο Γιουνγκ είχε πλέον αποκτήσει διαφορετικές πνευματικές αξίες
και πεποιθήσεις. Για τον Γιουνγκ, η ψυχανάλυση έπρεπε να είναι κάτι παραπάνω από
επιστήμη. Η επιστήμη ήταν η επιτομή του δυτικού ορθολογισμού: ενός ξερού διανοουμενισμού που οδηγεί αναπόφευκτα στη λιβιδινική απονέκρωση και τη μαζική
νεύρωση. Από πολλές απόψεις η επιστήμη ευθυνόταν άμεσα
για τις μαζικές κοινωνικές παθολογίες του νεότερου ανθρώπου - κι αποτελούσε μέρος της αρρώστιας παρά της θεραπείας της. Για να
μπορέσει, λοιπόν, η ψυχανάλυση, να ανταποκριθεί στις τεράστιες πνευματικές προκλήσεις της νεότερης εποχής, θα έπρεπε να γίνει κάτι διαφορετικό: μια νέα θρησκεία, μια κοσμοθεωρία που θα μπορούσε να
αντικαταστήσει, όπως ήθελε ο Νίτσε, τις μηδενιστικές αξίες της ετοιμοθάνατης χριστιανικής Δύσης.
Απαντώντας το 1910 σε μια ερώτηση του
Φρόυντ για το αν το ψυχαναλυτικό κίνημα θα μπορούσε να ωφεληθεί από τη σύνδεσή
του με μια ηθική αδελφότητα, ο Γιουνγκ, χωρίς να διστάσει, συγκατένευσε:
Φαντάζομαι ένα πολύ ανώτερο και
γενικότερο καθήκον [για την ψυχανάλυση] από τη συμμαχία με μια ηθική
αδελφότητα. Πιστεύω ότι θα πρέπει να της δώσουμε χρόνο για να διεισδύσει στους
ανθρώπους από πολλά διαφορετικά σημεία, να ξαναζωντανέψει το ενδιαφέρον των
διανοουμένων για τα σύμβολα και το μύθο, να μεταμορφώσει σταδιακά τον Χριστό
στον οργιαστικό θεό του κρασιού που ήταν κάποτε και έτσι ν’ απορροφήσει τις εκστατικές ενστικτώδεις δυνάμεις του χριστιανισμού με
μοναδικό σκοπό να κάνει τη λατρεία και τον ιερό μύθο ό,τι ήταν κάποτε -μια μεθυστική γιορτή
χαράς, όπου ο άνθρωπος ανακτούσε το ήθος και την ιερότητα ενός ζώου. Αυτή ήταν η ομορφιά και ο σκοπός της κλασικής θρησκείας.
Ο Φρόυντ, που ξαφνιάστηκε
από τις τολμηρές απόψεις του προστατευόμενου του, διαφώνησε έντονα με την ταύτιση ψυχανάλυσης και θρησκείας: «Αλλά
δεν θα πρέπει να με θεωρείς ως ιδρυτή μιας θρησκείας. Οι προθέσεις μου δεν φτάνουν τόσο μακριά... Δεν επιδιώκω να διαμορφώσω ένα
υποκατάστατο της θρησκείας· η ανάγκη αυτή θα πρέπει να μετουσιωθεί». Οι
παραινέσεις του, όμως, απευθύνονταν σε ώτα μη ακουόντων.
Φυσικά,
η ιδέα του Γιουνγκ ότι θα πρέπει κανείς
«να μεταμορφώσει σταδιακά τον Χριστό στον οργιαστικό θεό του κρασιού» δεν
επιδίωκε τόσο την αναγέννηση του χριστιανισμού όσο την ανάπτυξη, σύμφωνα με το
πνεύμα του Νίτσε και του γερμανικού ρομαντισμού, ενός νέου παγανισμού. Ο
«οργιαστικός θεός του κρασιού» δεν ήταν άλλος από τον Διόνυσο, ο οποίος στη
μυθολογία ταυτίζεται με τη μέθη και τη λιβιδινική, οργιαστική μανία. Ο Γιουνγκ επανερμήνευσε τη θεωρία του
Φρόυντ για τη λίμπιντο με αυτό τον εικονοκλαστικό τρόπο. Η θεωρία της
λίμπιντο δεν αναφερόταν πλέον μόνο στη «σεξουαλική προέλευση των νευρώσεων».
Αναφερόταν κυρίως σε ένα απωθημένο υπόστρωμα προχριστιανικών μυθολογικών
συμβόλων και πρακτικών, η απελευθέρωση των οποίων, με την τεχνική της «ενεργού
φαντασίας» που ανέπτυξε
ο
Γιουνγκ, θα διευκόλυνε την επανασύνδεση του νεότερου ανθρώπου με τον χαμένο
πρωταρχικό εαυτό του. Εδώ διαφαίνεται καθαρά ο μελλοντικός ρόλος του Γιουνγκ ως
αρχιερέα και πνευματικού γκουρού του κινήματος του New Age - ας θυμηθούμε τα
έργα Iron John, Women
Who Run With Wolves, Denial
of the Soul. Οι παραμορφωτικές επιδράσεις του
«πολιτισμού», που προέρχονταν από ορθολογιστές διανοούμενους και πολλούς Εβραίους -κάτι που ο Γιουνγκ δεν παρέλειπε ποτέ να
επισημαίνει, όπως φανερώνει το κείμενο στην προμετωπίδα του κεφαλαίου- είχαν ως
κύριο στόχο την απόκρυψη και τον ακρωτηριασμό αυτής της ζωτικής
φυλογενετικής-μυθολογικής κληρονομιάς.
Οι βασικές διαφορές Φρόυντ
και Γιουνγκ
Μετά την επίσημη ρήξη των δεσμών του με τον Φρόυντ το 1914,
η προσέγγιση του Γιουνγκ άρχισε να ερωτοτροπεί όλο και περισσότερο με τις
θεοσοφικές θεωρίες που είχαν εκθρέψει τη ναζιστική
Weltanschauung [κοσμοθεωρία] στα πρώτα της στάδια.
Ενώ ο Φρόυντ εμφανιζόταν ως περήφανος κληρονόμος του
Διαφωτισμού, ο Γιουνγκ στα θεωρητικά γραπτά του, που αριθμούν πολλούς τόμους, κατήγγελλε τις υστερήσεις του δυτικού πολιτισμού με μια ρητορική
που θυμίζει πρώιμο Σπένγκλερ. Ο Διαφωτισμός και οι υπέρμαχοι του πρόβαλλαν την
αυτόνομη υποκειμενικότητα ως γνωστικό και ηθικό ιδεώδες, αλλά, κατά την άποψη
του Γιουνγκ, η προσέγγιση αυτή εξέφραζε μια διανοουμενίστικη αντίληψη που
δημιουργούσε αβαθείς και επιφανειακές προσωπικότητες - τους «Ρηχούς Ανθρώπους»
του Τ. Σ. Έλιοτ.
Τη δεκαετία του '30, οι ναζί αποκήρυξαν
την ψυχανάλυση ως εβραϊκή επιστήμη. Για να γλιτώσουν από τις διώξεις, οι οπαδοί
του Φρόυντ κατέφυγαν σε αγγλοσαξονικές χώρες, όπου αποκαταστάθηκαν
επαγγελματικά με επιτυχία. Για τους οπαδούς του Γιουνγκ, αντίθετα, ο δρόμος για
την αναγνώριση ήταν ανωφερής.
Οι διαφορές ανάμεσα στον Φρόυντ και τον Γιουνγκ εκδηλώθηκαν
εντονότερα στις ιδέες τους για το ασυνείδητο.
Σύμφωνα με τον Φρόυντ, το ασυνείδητο ήταν μια δεξαμενή
δυσάρεστων, απωθημένων εμπειριών.
Συνεπώς, μπορούσε να αποτελέσει πηγή νευρωτικής και ψυχωτικής συμπεριφοράς. Για
να διαμορφώσουμε μια υγιή προσωπικότητα πρέπει να φέρουμε αυτό το υπόστρωμα
θαμμένων εμπειριών στην επιφάνεια για να το φωτίσει η συνείδηση. O Φρόυντ πίστευε,
όπως και οι φιλόσοφοι του παρελθόντος, ότι
η ορθολογική αυτογνωσία -ο στόχος της αναλυτικής διαδικασίας- είναι το κλειδί για τη χειραφέτηση του
ανθρώπου.
Η προσέγγιση του Γιουνγκ στο ασυνείδητο ήταν τελείως
διαφορετική. Σε πολλές περιπτώσεις, υιοθέτησε τις
ιδέες του Φρόυντ για να τις αντιστρέψει. Σύμφωνα
με την αναλυτική ψυχολογία, το ορθολογικό εγώ αποτελεί εμπόδιο στο στόχο της
ατομικής αυτοπραγμάτωσης, κι όχι ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Από τη σκοπιά του Γιουνγκ, ο «Διαφωτισμός»
έχει ως στόχο να φέρει τον Εαυτό σε επαφή μ' ένα αρχέγονο υπόστρωμα της
ανθρώπινης εμπειρίας: το συλλογικό ασυνείδητο.
Έτσι, ενώ οι φροϋδικοί ψυχαναλυτές θέλουν να βοηθήσουν τους αναλυόμενους να
ανακαλύψουν ξανά το «εσωτερικό τους παιδί», οι οπαδοί του Γιουνγκ θέλουν να
τους συνδέσουν ξανά με την «εσωτερική τους Πατρίδα».
Η θεωρία της μετεμψύχωσης διδάσκει ότι
τα άτομα ζουν πολυάριθμες ζωές. Για να πετύχουν την πνευματική τους ολοκλήρωση
θα πρέπει, λοιπόν, να επανασυνδεθούν με τον πρωταρχικό, μυθολογικό τους Εαυτό.
Ο πολιτισμός πήρε λάθος δρόμο όταν ο Διαφωτισμός επιδίωξε να διαχωρίσει την
επιστήμη από τη θρησκεία. Ο Γιουνγκ δεν
έκρυψε ποτέ ότι τελικός του σκοπός ήταν να μετατρέψει την αναλυτική ψυχολογία
σε μια νέα θρησκεία - όχι μια θρησκεία για τον απλό άνθρωπο, αλλά για μια νέα
πνευματική ελίτ. Όπως παρατήρησε ένας σύγχρονος του Γιουνγκ και του Φρόυντ
τη δεκαετία του '30, «Είναι ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς πώς ο εκφασισμός της
επιστήμης άλλαξε εκείνα ακριβώς τα στοιχεία του έργου του Φρόυντ που είχαν τις
ρίζες τους στη φωτισμένη, υλιστική περίοδο της αστικής τάξης... Για τους φίλους
του σκότους, ο Φρόυντ δεν πάει αρκετά πίσω στο παρελθόν... Ο Γιουνγκ όμως
ξεπερνά τη διαφωτιστική λογική της απομάγευσης και... ανακαλύπτει την αρχέγονη
αλήθεια της καλλιτεχνικής φαντασίας, των θρησκευτικών μύθων... ακριβώς στο
ασυνείδητο».
Κάτι ανάλογο μπορεί να υποστηριχθεί και για τη διαφορετική
σχέση τους με το «μύθο». Ο Φρόυντ χρησιμοποιούσε συχνά τους μύθους
ως παραβολές ή λογοτεχνικά παραδείγματα για τις θεωρίες του, με γνωστότερο
παράδειγμα το μύθο του Οιδίποδα. Ο
Γιουνγκ, από την άλλη, δεν δίστασε να αποδώσει στο μύθο και το θρύλο μια
ανώτερη επιστημολογική λειτουργία. Στην περίπτωση μάλιστα των αγαπημένων
του μύθων, όπως ο μύθος του Μίθρα, υποστηρίζει ότι ο συμβολικός τους πλούτος
μαρτυρεί την ανώτερη γνωστική τους αξία.
Όταν ξεθώριασαν οι μνήμες του πολέμου, η αναλυτική ψυχολογία
άρχισε σιγά σιγά να κερδίζει πάλι έδαφος στις τάξεις της «κοινωνίας της
αφθονίας». Ο διαβόητος Kulturpessimismus του
Φρόυντ, που πήγασε από τις συνθήκες της εύθραυστης ηρεμίας της μεταπολεμικής
Ευρώπης, δεν συμβάδιζε με τις όλο και μεγαλύτερες προσδοκίες της κοινωνίας της
αφθονίας. Όταν η εποχή της πολιτικής στράτευσης -η δεκαετία του '60- παραχώρησε
τη θέση της στην «κουλτούρα του ναρκισσισμού», δημιουργήθηκε ένα πολιτισμικό
ρήγμα, το οποίο αντιμετώπισαν με επιτυχία οι οπαδοί του Γιουνγκ.
Την εποχή εκείνη των μεγάλων κοινωνικών
προσδοκιών, το id δεν ήταν πλέον επίφοβο και μπορούσαν να το εξερευνήσουν με
ασφάλεια. Σε μια εποχή που διψούσε για νόημα λόγω του πνευματικού κενού που
δημιούργησε η καταναλωτική κοινωνία, θεώρησαν ότι η ψευδοθρησκευτικότητα του
Γιουνγκ μπορούσε να προσφέρει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι ο ξερός διανοουμενισμός
των οπαδών της ψυχανάλυσης. Η θεωρία του
Γιουνγκ έγινε η εναλλακτική θρησκεία του New Age και ιδιαίτερα των τάξεων με
υψηλά εισοδήματα.
Μέχρι πρότινος, ωστόσο, οι
«αντιστάσεις» των ακαδημαϊκών κύκλων στην αναλυτική ψυχολογία παρέμεναν
σθεναρές. Ακόμη και διάφορα τμήματα ψυχολογίας -που δεν ήταν οχυρά της
φροϋδικής ορθοδοξίας- δίσταζαν να συμπεριλάβουν τον Γιουνγκ στον «κανόνα» της
ψυχολογίας. Η μεθοδολογία του, εξάλλου, ήταν τελείως μυστικιστική και
εσωτεριστική. Όπως παρατήρησε κάποτε ο ανθρωπολόγος Rodney Needham, τα ευρήματα
του Γιουνγκ αποτελούσαν έναν «πραγματικό κυκεώνα εικόνων, παραλληλισμών,
μοτίβων, οραμάτων και συμβολικών διατυπώσεων». Δεν έχει νόημα να εξετάσει
κανείς τις ιδέες του Γιουνγκ με τα συνηθισμένα επιστημονικά κριτήρια του
κριτικού λόγου και της αναλυτικής σκέψης - που ο Γιουνγκ είχε ανοικτά
αποκηρύξει. Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους μυστικιστές, ο Γιουνγκ
επέχαιρε για το γεγονός ότι οι αλήθειες της αναλυτικής ψυχολογίας παρέμεναν
απροσπέλαστες στα κριτήρια του «δημόσιου λόγου». Υπ' αυτή την έννοια, οι
ενοράσεις και τα επιχειρήματά του ήταν πραγματικά «μη διαψεύσιμα» - πέρα από τα
συμβατικά κριτήρια του ορθού λόγου και της αλήθειας. Απαιτούσαν τυφλή πίστη.
Η επέλαση, όμως, του μεταμοντερνισμού
στη δεκαετία του '80 διέλυσε μεμιάς όλες αυτές τις επιφυλάξεις και τους
δισταγμούς, και οι μετοχές του Γιουνγκ πήραν ξανά αξία σαν από θαύμα, όπως ο
φοίνικας που αναγεννιέται από τις στάχτες του. Οι επιμελητές του Cambridge Companion to Jung, που
εκδόθηκε πριν από λίγο καιρό, εκφράζουν την κυρίαρχη συναίνεση όταν παρατηρούν
ότι «Πολλές από τις ιδέες [του Γιουνγκ] προεξαγγέλλουν τα πνευματικά και
κοινωνικοπολιτισμικά προβλήματα της δικής μας "μεταμοντέρνας"
περιόδου». Καθώς ο Γιουνγκ ήταν από νωρίς σφοδρός πολέμιος του Σίγκμουντ
Φρόυντ, ενός κατεξοχήν μοντερνιστή, οι αναλογίες μεταξύ του Γιουνγκ και του
μεταμοντερνισμού αξίζουν την προσοχή μας. Εξάλλου, το επιχείρημα του Γιουνγκ
ότι το γνωστικό δυναμικό του επιστημονικού ορθού λόγου είναι πολύ κατώτερο των
δυνατοτήτων της μυθικής και θρησκευτικής εμπειρίας συνάδει με τη γενικευμένη
απογοήτευση του μεταμοντερνισμού με το πρόγραμμα του Διαφωτισμού και την
αναζήτηση «εναλλακτικών» πηγών γνώσης. Σε σύγκριση με τους μύδρους που
εξαπέλυσαν ενάντια στον δυτικό ορθολογισμό ο Φουκώ, ο Ντερριντά και ο Λυοτάρ, η
κριτική του Γιουνγκ μοιάζει αρκετά ήπια. Οι φεμινίστριες, που είχαν πειστεί ότι
ο ορθός λόγος είναι φορέας «ανδροκεντρικών» και «φαλλοκρατικών» προκαταλήψεων,
ανακάλυψαν στον Γιουνγκ μια αδελφή ψυχή. Η θεωρία του Γιουνγκ για την «άνιμα»
-τον αρχαϊκό, θηλυκό «εσωτερικό εαυτό» που έχουν και τα δύο φύλα- θεωρήθηκε
αυθεντικός πρόδρομος του γυναικοκεντρικού φεμινισμού ή φεμινισμού της
«διαφοράς». Όπως σημειώνει η Susan Rowland στο βιβλίο της Jung: Α Feminist Revision,
«Η άνιμα του Γιουνγκ ως σημαίνον του άγνωστου ασυνείδητου ενσαρκώνει τον
μεταμοντέρνο Γιουνγκ».
Richard Wolin, Η γοητεία του ανορθολογισμού
[Εκδόσεις Πόλις, 2007, σελ. 122 -135]