385-322 - Γεννήθηκε
στα Στάγιρα. Ήταν γιος του Νικόμαχου (γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας),
μαθητής του Πλάτωνα, δάσκαλος του Αλέξανδρου, ιδρυτής του
Λυκείου στην Αθήνα.
Ο Αριστοτέλης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο
στη δόμηση της δυτικής συνείδησης.
Έφερε σαν προτεραιότητα την επιθυμία της μάθησης, την αναζήτηση της ευτυχίας και τη δράση. Ώθησε τη δυτική σκέψη στην
περιπέτεια της μεταφυσικής, τη βοήθησε να οργανώσει τις διάφορες γνώσεις.
Παρόλο που αργότερα κατηγορήθηκε ότι παρεμπόδισε την εξέλιξη των γνώσεων
(εξαιτίας της θεωρίας του για τα πέντε στοιχεία και της φυσικής των ουσιών),
απελευθέρωσε τη γνώση της φύσης από το μυθικό λόγο και
συνέβαλε στη διαμόρφωση του επιστημονικού πνεύματος.
1. Η επιθυμία της γνώσης. «Όλοι
οι άνθρωποι επιθυμούν από τη φύση τους τη γνώση»: αυτή η αποφασιστική πρόταση δεν εισάγει μόνο την Μεταφυσική, αλλά ένα πνεύμα που θα υποκινεί όλη την έρευνα.
Θεωρούμενη σε όλο της το εύρος, βεβαιώνει πως ο άνθρωπος αναζητά από τη φύση
και την ουσία του την ορθολογιστική γνώση του απόλυτου, γιατί επιθυμεί να
γεμίσει το κενό που φέρει μέσα του. Αλλά αυτή η επιθυμία, δεν είναι πια επιθυμία
μιας ψυχής εξόριστης σ’ ένα σώμα: ο άνθρωπος του Αριστοτέλη είναι στέρεα
προοδεμένος στη φύση, είναι κατεξοχήν «ζωντανός». Όντας πάντα ένα ζώο, έχει
ιδιαίτερες ικανότητες ήδη από τα πιο ταπεινά στάδια της ανάπτυξής του (η όραση
του, παραδείγματος χάριν, δεν είναι μόνο χρηστική, αλλά και ενατενιστική, πράγμα που προκαλεί σε αυτόν ευχαρίστηση).
Αυτή η υπόσταση
επιτρέπει να δημιουργηθεί η πυραμίδα της γνώσης, συντεταγμένη σε ασυνεχείς
βαθμίδες, ανάλογα με την απόσταση στην οποία βρίσκονται οι αιτίες, οι λόγοι, οι
βάσεις, οι σκοποί. Έτσι ενώ η τέχνη (ή τεχνική) δεν είναι παρά μια διάθεση συνοδευόμενη από
λογική, που αφορά το άτομο και είναι στραμμένη προς την παραγωγή, η επιστήμη αγγίζει το οικουμενικό, γνωρίζει από τις
αιτίες και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας.
2. Ο λόγος περί φυσικής πραγματικότητας. Οι φυσικές πραγματικότητες «εν τω
γίγνεσθαι» δεν αφήνονται στον κοινό, λαϊκό ή μυθικό λόγο αλλά αποτελούν το
αντικείμενο της φυσικής, που
είναι μια θεωρητική γνώση με οργάνωση και συνοχή. Το γίγνεσθαι δεν είναι ένα
φθίνον φαινόμενο, γιατί ό,τι εμφανίζεται σε πράξη προϋπήρχε εν δυνάμει. Η φυσική πραγματικότητα αποτελείται από ύλη και μορφή. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια μπρούτζινη
σφαίρα: η μορφή της είναι αιώνια και δεν έχει ουσία (η σφαίρα) αλλά η ύλη της
δεν μπορεί να γίνει κατανοητή μεμονωμένα (ο μπρούντζος είναι ήδη ένα συστατικό
της). Η ύλη είναι λοιπόν αρχή του απροσδιόριστου, καθαρή δύναμη των αντιθέσεων. Αυτό που
υπάρχει, είναι η ένωση.
Αυτό φαίνεται καθαρά
στην εργασία της τέχνης, που προϋποθέτει τα δεδομένα και τις αρχές της φύσης
και που πρέπει συνεπώς να τη μιμείται. Ένα άγαλμα του Ερμή θα έχει τέσσερις αιτίες: την ύλη (το μάρμαρο ας
πούμε, αν και δεν πρόκειται για καθαρή ύλη ), τη μορφή, (του θεού) το ποιητικό
αίτιο, (τον γλύπτη), το τελικό αίτιο (προβολή της θεότητας). Η διαφορά ανάμεσα
στα αντικείμενα της τέχνης και τα ζωντανά όντα οφείλεται στο ότι τα τελευταία
ενέχουν την αρχή της κίνησης τους.
3. Ο λόγος περί γλώσσας. Για να υπάρχει λόγος θα πρέπει η γλώσσα να
λέει αυτό που είναι χωρίς να συγχέεται με αυτό. Αν δεν σεβαστούμε τη διαφορά
τους, που επιτρέπει την επαγωγική άρθρωση, η εναλλαγή του αληθινού και του
ψευδούς θα είναι ανέφικτη. Με βάση αυτή τη θεώρηση, ο Αριστοτέλης θα αναλύσει
το είναι του λόγου και θα θεμελιώσει μεγάλο μέρος της Λογικής διατυπώνοντας τις αρχές της μη αντίφασης και
της του τρίτου αποκλίσεως, αναλύοντας τη λειτουργία της πρότασης (υποκείμενο,
συνδετικό, κατηγόρημα) και σχηματοποιώντας τους κανόνες του συλλογισμού.
Έτσι, ο συλλογισμός
εμφανίζεται, για μεγάλο χρονικό διάστημα, το κατεξοχήν εργαλείο της επιστήμης
και της εκπαίδευσης, γιατί καταδεικνύει την αλήθεια ενώνοντας δύο όρους με τη
μεσολάβηση ενός τρίτου. Σε αντίθεση, η διαλεκτική συνάγει μόνο πιθανά συμπεράσματα, με την
αντιπαραβολή απόψεων μέσα στο διάλογο. Όσο για τη ρητορική, αποσκοπεί μόνο στη ζωντανή σχέση με τον
ακροατή, ο οποίος συνεκτιμάται συνολικά με τα πάθη του.
4. Το πρόβλημα της μεταφυσικής. Η φυσική πραγματικότητα δεν είναι το σύνολο
της αλήθειας. Ποια όμως επιστήμη μπορεί να αγγίξει ό,τι δεν είναι φυσικό; Δεν
πρέπει να βιαστούμε να απαντήσουμε: η μεταφυσική. Πράγματι, από την αρχή και η
λέξη και το αντικείμενο της προκαλούν μια δυσκολία. Ο όρος «μεταφυσική» μπορεί
να υποδεικνύει αυτό που εκτίθεται και διδάσκεται μετά τη φυσική, αλλά και αυτό που είναι ιεραρχικά
ανώτερο, πέρα από τη φύση, διαχωρισμένο από την ύλη.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι πρέπει να δημιουργήσουμε μια επιστήμη «ανώτερων
αντικειμένων», αλλά ποια είναι αυτά; Θα πρέπει να τα χαρακτηρίσουμε ανάλογα με
την προτεραιότητα ή ανάλογα με την οικουμενικότητά τους;
Αν δώσουμε έμφαση σε
αυτό που είναι πρώτο, η υπέρτατη
επιστήμη είναι η θεολογία. Η κατ’
εξοχήν θεϊκή επιστήμη δεν είναι άραγε αυτή που κατέχει τον Θεό και αυτή που
πραγματεύεται με τα θεία; Το θεϊκό ον δεν υπόκειται, όπως τα άλλα όντα, στις
κατηγορίες της ποιότητας, της ποσότητας, του χρόνου, του τόπου κ.λπ. Δεν έχει
σχέση με το γίγνεσθαι, τη γέννηση και το θάνατο. Είναι υπέρτατη Αιτία, Πρώτη
Κινητήρια Δύναμη που κινεί τα πάντα (μέσα από την επιθυμία σαν αντικείμενο
αγάπης, πράγμα που το εμποδίζει να δεθεί με αυτό που κινεί). Αλλά αν το
υπέρτατο ον που μπορούμε να γνωρίσουμε είναι πράγματι ο Θεός, που είναι
ταυτόχρονα η υπέρτατη Σκέψη, τότε ο θεός σκέπτεται τον εαυτό του, είναι η Σκέψη
της σκέψης (νοήσεως νόησις) (Μεταφ. Λ7). Υπό από αυτές τις συνθήκες, η
φιλοσοφία, η ύψιστη των επιστημών, θα είναι απρόσιτη για τον άνθρωπο, προοριζόμενη αποκλειστικά για
τον Θεό.
Αντιθέτως, αν
ευνοήσουμε την οικουμενικότητα
του όντος, η υπέρτατη επιστήμη θα είναι η οντολογία, η επιστήμη του όντος. Το αντικείμενο της
είναι όμως το κοινό ον, οι πρώτες αρχές που το διέπουν, ή οι ξεχωριστές
πραγματικότητες; Απορρίπτοντας την πλατωνική θεωρία των Ιδεών, μορφές υπόστασης
που έχουν καταχρηστικά διαχωριστεί από το πλήρες πραγματικό, ο Αριστοτέλης
επισημαίνει τη δυσκολία της φιλοσοφίας η οποία διχάζεται ανάμεσα στο λόγο περί
του όντος και τη θεολογία, που αφορά επίσης το ον, αλλά το ον που είναι ένα. Για να μπορέσει η επιστήμη μας να καταστήσει
αυτή την ενότητα πρότυπο και μέτρο, θα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτούς τους
διαχωρισμούς.
5. Ο άνθρωπος και η πράξη. Τι είναι ο άνθρωπος; Ένα πλήρες ζωντανό ον,
και όχι κάτι που αναδύθηκε ξαφνικά. Ο Αριστοτέλης απορρίπτει απόλυτα κάθε
μετατροπή από το ανώτερο προς το κατώτερο. «Ο άνθρωπος έχει χέρια γιατί είναι
έξυπνος», δεν είναι έξυπνος επειδή έχει χέρια (
Περί τα ζώα ιστορίαι, στ. 10). Η ψυχή δεν είναι μια έκπτωτη και
χωριστή οντότητα, είναι η
μορφή του σώματος, χωρίς την οποία ένα σώμα δεν είναι σώμα.
Στον άνθρωπο, η ψυχή συσσωρεύει όλες τις λειτουργίες: φυτική, αισθητήρια, διανοητική
(με ένα μέρος
παθητικό, ένα
άλλο
ενεργητικό, υπερβατικό, θεϊκής φύσης).
Αυτή η ανθρωπολογία
επιτρέπει να επανατεθούν τα μεγάλα θέματα της ηθικής. Ενάντια στον Πλάτωνα, ο
οποίος θέτει ένα αυθύπαρκτο Καλό ριζικά διαχωρισμένο, απρόσιτο, ο Αριστοτέλης
καθορίζει κάθε Καλό (αγαθόν) ως σκοπό (διατροφικό, επαγγελματικό, πνευματικό κ.λπ.). Αλλά όλα αυτά
τα αγαθά-σκοποί δεν έχουν την ίδια αξία: υπάρχουν σχετικά αγαθά (που σκοπεύουν
σε κάτι άλλο) και το απόλυτο αγαθό που αποτελεί αυτοσκοπό. Για τον άνθρωπο, το
υπέρτατο αγαθό είναι η ευδαιμονία. Όλοι αναζητούν «το αγαθό» αλλά δεν βρίσκουν όλοι το σωστό, είναι τόσο
εύκολο να θεωρήσουμε ένα σχετικό αγαθό σαν το απόλυτο Αγαθό.
Πώς να πραγματοποιήσουμε το Αγαθό; Θα πρέπει να πράξουμε σύμφωνα με τη
λογική, δηλαδή να γίνουμε
ενάρετοι. Ηθική ή πνευματική η
αρετή επιτρέπει τη σωστή δομή της φύσης, της
αγωγής και της λογική. Κόρη των «καλών συνηθειών», δημιουργεί στον άνθρωπο μια
«δεύτερη φύση».
Οριζόμενη ως «η
χρυσή τομή» ανάμεσα σε ανταγωνιστικά ελαττώματα, η ηθική αρετή δεν είναι σε
καμία περίπτωση μια μετριοπαθής πενιχρότητα. Για παράδειγμα, αν το θάρρος είναι
το αντίθετο της δειλίας αλλά και του θράσους, δεν αποτελεί τον αριθμητικό μέσο
όρο τους. Η αρετή είναι η κορυφή, το βέλτιστο, η μοναδική ενάρετη συμπεριφορά
απέναντι στην πολλαπλότητα των φαύλων
Καθώς η ενάρετη
συμπεριφορά απαντάει με τον
καλύτερο τρόπο στις απαιτήσεις της ανθρώπινης ουσίας, επιβραβεύεται με την ηδονή. Αυτή η ιδέα μπορεί να φανεί παράξενη αν
σκεφτούμε πόσο εχθρικός είναι συνήθως ο ηδονισμός απέναντι στην ηθική. Παρόλα
αυτά, αν εξετάσουμε σε βάθος την πραγματική φύση της ηδονής θα πρέπει να
συμφωνήσουμε ότι δεν υπάρχει αντίφαση. Πράγματι, όταν αντιληφθούμε πως η ηδονή
δεν είναι αυτοσκοπός, μια χωριστή πραγματικότητα, αλλά μια ανταμοιβή, ένα δωρεάν
συμπλήρωμα που έρχεται
σαν επιστέγασμα μιας πράξης, δεν μπορούμε πλέον να την αντιτάξουμε στην ενάρετη
πράξη που της προσφέρει το καλύτερο δυνατό υπόβαθρο. Κατά παράδοξο τρόπο, η
ηδονή καταστρέφεται από την αποκλειστική επιδίωξη της, εφόσον έτσι αλλοιώνεται
η φύση και η λειτουργία της. Η ηδονή δεν αναπτύσσεται σαν χάρις παρά μόνον αν
προστεθεί στην πράξη, «όπως η ομορφιά γι’ αυτούς που βρίσκονται στην άνθηση της
νιό- της». (Ηθικά Νικομάχεια, Χ4).
6. Η ζωή στην Πολιτεία. Ο άνθρωπος είναι ένα ον διαλογιζόμενο, του
οποίου η ύπαρξη απαιτεί ένα κατάλληλο περιβάλλον: την Πολιτεία. Είναι ένα
ζώο πολιτικό. Ένας άνθρωπος χωρίς Πολιτεία θα ήταν «θεός ή
θηρίο»
(Πολιτεία, εισαγωγή). Η Πολιτεία δεν είναι μια απλή
κοινωνία ζώων, που απαιτεί οργάνωση και θεσμούς, τα
οποία είναι έργα ελευθερίας και λογικής. Ο ακρογωνιαίος λίθος της Πολιτείας
είναι η
Δικαιοσύνη, η
οποία εξασφαλίζει την
ισότητα (ισότητα αναλογική ή
γεωμετρική όταν χρειάζεται να αποδοθούν άνισες απολαβές σε άνισες εργασίες,
ανάλογα με την αξία και το έργο· ισότητα
αριθμητική όταν πρέπει να δοθεί στον καθένα αυτό που
του οφείλεται χωρίς να γίνεται διάκριση- περίπτωση εγκλημάτων ή παράνομων
πράξεων). Στο βαθμό που προϋποθέτει σχέση με τον πλησίον, η Δικαιοσύνη είναι
η ύψιστη αρετή. Δεν είναι όμως
το ανώτερο ιδεώδες της Πολιτείας. Αυτό
είναι η φιλία. Μια Πολιτεία απλώς δίκαιη, χωρίς φιλία, θα
ήταν απάνθρωπη. Αν επικρατούσε η φιλία, η δικαιοσύνη θα ήταν περιττή.
7. Η υπέρτατη ευδαιμονία. Δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες: οι
περισσότεροι άνθρωποι δεν δύνανται να είναι φιλόσοφοι και θα γίνουν απλώς καλοί
πολίτες. Η υπέρτατη ευδαιμονία είναι αποκλειστικό προνόμιο μιας ολιγάριθμης
επίλεκτης τάξης που επιδίδεται στη
δραστηριότητα του διαλογισμού (ο
νους, μέρος
ανώτερο και καθαρά θεϊκό της ψυχής). Αυτή
δραστηριότητα θα πρέπει να τοποθετηθεί σε πρώτη θέση γιατί υπάρχει για τον
εαυτό της και όχι για κάποιον άλλο σκοπό, αντίθετα με άλλες
χρήσιμες δραστηριότητες. Επιτρέπει στον άνθρωπο να
φτάσει στην υπέρτατη ευδαιμονία και συνοδεύεται από μια αξεπέραστη ευχαρίστηση,
στο βαθμό που η συγκεκριμένη δραστηριότητα αναπτύσσεται. Αυτό το συμπέρασμα
είναι λογικό, αλλά μας οδηγεί σε ένα εντυπωσιακό παράδοξο: τη στιγμή που ο
άνθρωπος επιτυγχάνει τον υπέρτατο σκοπό του, τον υπερβαίνει και γίνεται κάτι
παραπάνω από άνθρωπος. Πράγματι, ένας τέτοιος σκοπός δεν είναι πλέον ανθρώπινος
αλλά θεϊκός. Όλα συμβαίνουν λοιπόν λες κι ο άνθρωπος ήταν
το ον που πρέπει να είναι
κάτι παραπάνω από τον εαυτό του για να είναι ο εαυτός του. Άραγε το μέτρο του ανθρώπου να είναι η
υπερβολή; Η ζωή δεν διαμελίζεται σε δύο χωριστούς κόσμους, όπως στον Πλάτωνα,
αλλά δεν θα ήταν ζωή χωρίς αυτή την εσωτερική ένταση.
(ΤΟ ΒΗΜΑ γνώση, 2006, σελ. 15-21)