«Ἀγνοεῖς ὅτι τοῦ λόγου μέτρον ἐστὶν οὐχ ὁ λέγων, ἀλλ' ὁ ἀκούων;» Πλάτων (Στοβαίου ανθολόγιον, XXXVI. 22)
Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017
Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017
Αυτό που μας προτείνουν οι Στωικοί
Οι Στωικοί δεν είναι ασκητές,
προτείνουν την απόλαυση του πλούτου
προειδοποιώντας όμως ότι τα υλικά αγαθά μπορούν να προκαλέσουν εθισμό. «Ελευθερία»
λέει στο τραγούδι «Me and Bobby McGee» η Τζάνις Τζόπλιν «είναι μια άλλη λέξη για το ότι δεν έχεις
τίποτα να χάσεις»· ακούγεται «στωική» άποψη και εμποτίζει
ορισμένες σύγχρονες κοσμοθεωρίες.
Τι
μας προτείνουν λοιπόν, με λίγα
λόγια, οι Στωικοί; Να αγαπάμε τη ζωή, να εκτιμάμε όσα έχουμε
και να προσβλέπουμε στην αταραξία.
Μερικοί άνθρωποι,
έλεγε ο Επίκτητος, είναι τυφλοί στην ομορφιά του κόσμου. Μερικοί, όταν
πηγαίνουν σ’ ένα πανηγύρι, αντί να διασκεδάσουν με το θέαμα, εμπλέκονται σε αγοραπωλησίες.
Μερικοί σπαταλούν τις διακοπές τους οργανώνοντάς τες, προσπαθώντας να
αποφασίσουν που θα πάνε, με ποιον και πως. Ας μην είμαστε απ’ αυτούς.
Οι Στωικοί μας συμβουλεύουν
να διατηρούμε το μέτρο και την κομψότητα. Και μας λένε: Όπως σ’ ένα συμπόσιο, ακόμα
κι αν είσαι πολύ πεινασμένος και θέλεις να πάρεις το μεγαλύτερο κομμάτι, πρέπει
να σκέπτεσαι τους τρόπους σου. Να απολαμβάνεις
λοιπόν τη ζωή σαν μια λιχουδιά που σου προσφέρεται, αλλά μην ξεχνάς ότι χρειάζεται
ευγένεια και λεπτότητα. Το καλύτερο
σημάδι των καλών τρόπων είναι να μην θυμώνεις με τους κακούς τρόπους των
συνανθρώπων σου.
Οι Στωικοί
θεωρούνται
από πολλούς μελετητές «οι καλβινιστές της
αρχαιότητας», οι προάγγελοι του
μοντερνισμού και οι επινοητές των
σύγχρονων ηθικοπλαστικών ιδεών. Το όνομά
τους συνδέεται με ριζοσπαστικές ιδέες, όπως, για παράδειγμα, με τη
Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επίσης, έχουν θέση τις βάσεις της ψυχανάλυσης και της ψυχοθεραπείας: οι
ιδέες τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν εργαλεία για τη θεραπεία των παθών
και των εθισμών που βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και, συχνά, τον αναγκάζουν
να ζητήσει ψυχιατρική βοήθεια.
Όλες οι νευρώσεις μας
αρχίζουν από η στιγμή που προσπαθούμε να είμαστε κάτι που δεν ήμαστε πραγματικά: η προϋπόθεση της ευτυχίας είναι η αυτογνωσία, καθώς
και η δυνατότητα να μην κάνουμε πράγματα που δεν θέλουμε να κάνουμε. Ας πράξουμε
λοιπόν κάτι καλό, κάτι ωραίο μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο: οι άνθρωποι ξέρουν, εκ
φύσεως, τι είναι το Καλό και το Κακό - η αντίληψη αυτή που ανέπτυξαν πολύ μετά τους
Στωικούς μεγάλοι φιλόσοφοι όπως ο Χιουμ και ο Καντ ρυθμίζει σήμερα τη ζωή του
δημοκρατικού πολίτη.
Τα
καλύτερα πράγματα στη ζωή δεν είναι αντικείμενα. Γίνε ο ίδιος γιατρός της ψυχής σου. Δέξου ό,τι δεν μπορείς να αλλάξεις.
Ζήσε κάθε στιγμή σαν
να είναι η τελευταία σου. Η ευτυχία είναι μια απόφαση.
Μαξ Έξελμαν, 61 μαθήματα καθημερινής ζωής από τους Στωικούς
[Εκδόσεις Πατάκη, 2014, σελ. 144 - 146]
Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017
Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017
Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017
Ενάντια στον οίκτο
Η τηλεοπτική σειρά Inspector Lewis είναι ένα Βρετανικό αστυνομικό δράμα.
Ο επιθεωρητής Robert Lewis μαζί με τον συνεργάτη του, τον ντετέκτιβ James Hathaway, αναλαμβάνουν τον ελίτ εγκληματικό υπόκοσμο της Οξφόρδης στην Αγγλία, βασιζόμενοι στο ένστικτο του Lewis και στη διάνοια του Hathaways.
Στο πρώτο επεισόδιο της πρώτης σεζόν ("Whom
the Gods Would Destroy") συναντάμε
αναφορές στην μυθολογία της αρχαίας Ελλάδας αλλά και στη φιλοσοφία του Νίτσε.
Ακολουθούν οι αναφορές στη φιλοσοφία του Νίτσε:
Και πολύ συχνά ο σύντροφος της αποτυχίας είναι η αυτολύπηση, δεν συμφωνείται;
Και πολύ συχνά ο σύντροφος της αποτυχίας είναι η αυτολύπηση, δεν συμφωνείται;
- Μερικές φορές,
υποθέτω.
Είμαι εναντίον του
οίκτου… σε όλες τις μορφές του –μάστιγα της ανθρωπότητας. Είναι ένα
συναίσθημα που χρησιμοποιείται από τους αδύναμους, για να εκβιάζουν τον ισχυρό.
«Λυπηθείτε μας», φώναζαν. «Κάντε μας τη χάρη», μουρμούριζαν.
- Μήπως προτιμάται
τον άνδρα που δεν συγκινείται από τον οίκτο, τον υπεράνθρωπο;
Ένας αστυνομικός, εξοικειωμένος με τον Νίτσε.
Ετικέτες
Νίτσε,
Τηλεοπτικές σειρές,
Φιλοσοφία
Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017
Η μόνη επιλογή
Το «Manhunt: Unabomber»
είναι μια τηλεοπτική ανθολογία παραγωγής του Discovery Channel.
Η
σειρά αφηγείται την δραματική και συναρπαστική αληθινή ιστορία του κυνηγητού
του FBI για την σύλληψη του Unabomber,
του πιο θανάσιμου βομβιστή της ιστορίας. Η πλοκή εστιάζει στον Πράκτορα &
Profiler του FBI Jim “Fitz” Fitzgerald, ο οποίος εξέλιξε την χρήση της
ιατροδικαστικής γλωσσολογίας για την ταύτιση και τελικά την σύλληψη του
Unabomber/Ted Kaczynski.
Στο
απόσπασμα που ακολουθεί (από το δεύτερο επεισόδιο της σειράς "Pure Wudder") οι πράκτορες του FBI διαβάζουν αποσπάσματα από
το μανιφέστο του Unabomber:
Δες την: «Η
βιομηχανική επανάσταση και οι συνέπειές της ήταν καταστροφικές για τον
άνθρωπο».
Η τεχνολογία δε μας ελευθέρωσε όπως περιμέναμε. Δες το
αυτοκίνητο. Θα μας έδινε την ελευθερία να μετακινηθούμε όπου θέλουμε. Όμως
μετά, η κατοχή τους έγινε επιβεβλημένη. Αντί για πιο ελεύθεροι γίναμε πιο
περιορισμένοι. Η διάταξη κάθε πόλης ορίζεται από τα αυτοκίνητα. Ούτε τρόφιμα
δεν αγοράζεις πια χωρίς αμάξι. Μας το επιβάλλουν.
Και η τηλεόραση
αρχικά ήταν αθώα εφεύρεση. Μέχρι που γεμίσαμε κάμερες κι έγινε μέσο
παρακολούθησης.
Δεν μπορείς να
τρέξεις αν βιάζεσαι ή να πας αργά αν θες να ρεμβάσεις.
Από κυρίαρχοι γίναμε σκλάβοι της τεχνολογίας μας. «Ο άνθρωπος
υποβαθμίζεται σε προϊόν, σε γρανάζι της κοινωνικής μηχανής». «Δίχως
αξιοπρέπεια, αυτονομία κι ελευθερία».
Μόνη επιλογή, η υπακοή. Γινόμαστε ποντίκια σε κλουβί.
Παραβλέπουμε τον λαβύρινθο τυφλωμένοι απ’ το ανούσιο τυράκι που κυνηγάμε.
Κύρος, προαγωγή, χρήματα. Καλύτερο αμάξι, μεγαλύτερο σπίτι, περισσότερες
τηλεοράσεις.
Αποχαυνωμένοι με
ψυχαγωγία, ρυθμισμένοι με αντικαταθλιπτικά. Μέχρι που πλέον δεν θέλεις να είσαι
ελεύθερος. Κι αν δεν μπορείς να
προσαρμοστείς, καταλήγεις στο ψυχιατρείο. Ή στη φυλακή.
Η μόνη
εναλλακτική, η μοναδική μας ελπίδα, ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθούμε είναι
να τα τινάξουμε όλα στον αέρα.
Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017
Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017
Μέγας Αλέξανδρος
… Αλλά στη διάρκεια των σύντονων
προπαρασκευών για την εκστρατεία κατά των Περσών ο Φίλιππος δολοφονήθηκε το καλοκαίρι του 336, στο μεσουράνημα της ζωής του και στα μισά της σταδιοδρομίας του, από
έναν ευγενή της ανακτορικής φρουράς, για
λόγους προσωπικής εκδίκησης: … σχεδόν κανένας δεν ξέρει το όνομα του
Παυσανία από την Ορεστιάδα, του γιου του Κέραστου.
Είναι
πολύ πιθανό ότι η Ολυμπιάς, η σύζυγος του Φίλιππου και μητέρα του Αλέξανδρου, δεν ήταν αμέτοχη στη δολοφονική απόπειρα.
Είχε κι αυτή ορκισθεί εκδίκηση στον βασιλιά, που είχε πάρει μια δεύτερη νόμιμη
γυναίκα, και ολόκληρη η κατοπινή
βιογραφία της, που είναι γεμάτη από σκοτεινές πράξεις αβυσσαλέου πάθους,
δικαιολογεί την υποψία ότι έβαλε κι αυτή το χεράκι της στη δολοφονία του
άνδρα της. Ήταν κόρη του βασιλιά των Μολοσσών, επομένως πέρα για πέρα βάρβαρη,
αφοσιωμένη σε μυστηριώδεις και άγριες ιεροτελεστίες, κι ακόμα και ο μετριοπαθής
Πλούταρχος την αποκαλεί «παράφορη και ευέξαπτη». Η Ολυμπιάς ευθύνεται για κάτι τι το άμετρο στον χαρακτήρα του γιου της,
κάτι που, μαζί με την κληρονομιά του πατέρα, έφτιαξε μια προσωπικότητα από
αυτές που μόνο στους θρύλους υπάρχουν.
Με
τον Αλέξανδρο εμφανίζεται στην ιστορία του δυτικού κόσμου ένα πνεύμα που δε
μοιάζει ελληνικό, ή, όπως μπορεί κανείς να πει επίσης, μια νέα φάση του
ελληνικού πνεύματος: ο ελληνικός ρομαντισμός.
Ρομαντικά στοιχεία του Αλέξανδρου
ήταν η έλξη του προς την Ανατολή,
που την τροφοδοτούσε ένα πάθος ολότελα διαφορετικό από την αθώα περιέργεια ενός
Ηρόδοτου, η τάση του προς το απεριόριστο
και το απόλυτο, η επιθυμία του να
φτάσει ως την άκρη του κόσμου, ο
κοσμοπολιτισμός του, η πίστη του
στην παντοδυναμία της μεγαλοφυΐας, η
προσήλωσή του σε ιστορικές μνήμες (τον Αχιλλέα, τον Ηρακλή, τον Διόνυσο), η φιλία του προς τον εχθρό, η αβρότητά του απέναντι στις γυναίκες. Ο Αλέξανδρος ήταν ιππότης και το θεμελιώδες
πάθος του ήταν η νοσταλγία. Ο ριζικά καινούριος τύπος που ενσαρκώνει ο
Αλέξανδρος εκδηλωνόταν ακόμα και σε δευτερεύοντα γνωρίσματα, όπως π.χ. στο
ξύρισμα του γενιού, που είναι αντιαστική και ιμπεριαλιστική συνήθεια: δεν
μπορούμε να φανταστούμε τον Καίσαρα και τον Αύγουστο, τον Ναπολέοντα και τον
Μουσσολίνι παρά μόνο ξυρισμένους.
Ο
Αλέξανδρος πέτυχε άθλους που δεν επαναλήφθηκαν ούτε καν με τα μέσα της
σύγχρονης τεχνικής και που αξίζουν τον θαυμασμό μας ακόμα περισσότερο κι από
τις νίκες του στις μάχες: ας σκεφτούμε την προέλαση μέσα από το Τουρκεστάν, το
Αφγανιστάν και το Βελουχιστάν και, κατόπιν, στην Πενταποταμία, μέσα από
κατάξερες ερήμους, ορμητικά ποτάμια και χιονισμένα οροπέδια· κι ωστόσο, ή ίσως
ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, ο Αλέξανδρος
είχε πάντα κάτι τι από έναν υπνοβάτη. Ενεργούσε
σα να βρισκόταν κάτω από την επήρεια μιας ξένης δύναμης, άβουλα, αλλά
σπρωγμένος με σιγουριά προς τα εμπρός. Γι’ αυτό και δινόταν ολόψυχα στο κάθε τι
-μάχες, ανήκουστες κακουχίες, οργιαστικά συμπόσια- μ' ένα παράτολμο τρόπο που
εμείς, αν θέλαμε να κρίνουμε τη δράση του σε καθαρά εμπειρικό επίπεδο, θα τον
λέγαμε ασύνετο. Στη λεγόμενη «Φυλλάδα
του Μεγαλέξαντρου», που αποδίδεται λανθασμένα στον Καλλισθένη (τον αυλικό
ιστοριογράφο του Αλέξανδρου) και ήταν πολύ διαδομένη στον Μεσαίωνα, υπάρχει ένα πολύ παράξενο σημείο: οι Βραχμάνοι ρωτούν τον Αλέξανδρο: «Γιατί
κάνεις τόσους πολέμους; Μήπως τάχα δεν θα τ' αφήσεις κάποτε όλα σ’ αλλωνών τα
χέρια;»· και ο Αλέξανδρος απαντά:
«Και βέβαια θα ήθελα να σταματήσω τους πολέμους, αλλά δεν μ' αφήνει ο
διαφεντευτής του πνεύματός μου. Αν
είχαμε όλοι τα ίδια μυαλά, ο κόσμος θα ήταν άψυχος.» Η σκέψη αυτή θυμίζει Ηράκλειτο, αλλά και Σωκράτη: ο
Αλέξανδρος ήταν κι αυτός όργανο ενός δαιμόνιου,
που όμως του υπαγόρευε εντελώς διαφορετικά πράγματα απ ό,τι στον Αθηναίο σοφό.
Ο Αριστοτέλης λέει ότι η μοναρχία πλεονεκτεί σε δύο
περιπτώσεις απέναντι στην αριστοκρατία: όταν ένας λαός βρίσκεται τόσο χαμηλά
ώστε είναι ανίκανος ν' αυτοκυβερνηθεί και όταν ένας άνθρωπος ξεχωρίζει τόσο
πολύ ώστε οι άλλοι τον λατρεύουν σα γεννημένο βασιλιά: τέτοιοι άνδρες δεν
μπορούν να είναι μέρος, αλλά μόνο κύριοι του κράτους, κυκλοφορούν σα θεοί
ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι πολύ πιθανό ότι, όταν ο Αριστοτέλης τα έγραφε
αυτά, είχε υπόψη του τον μαθητή του. Η ακραιφνέστερη και συνεπέστερη δημοκρατία
του κόσμου κατέληξε στην ακραιφνέστερη και συνεπέστερη μορφή μοναρχίας: τη
θεοποιημένη μοναρχία. Το πολίτευμα αυτό προϋποθέτει
συνήθως είτε αφελείς είτε αθεϊστικές θρησκευτικές αντιλήψεις· αλλά οι Έλληνες δεν ήταν ποτέ τόσο αφελείς
σ’ αυτά τα ζητήματα και, από την άλλη μεριά, ποτέ δεν υπήρξαν πραγματικά
διαφωτισμένοι.
Η
φαντασία τους,
που δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά, ήταν
γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ικανή να
δεχτεί τα πάντα, κι όπως και να το κάνουμε ο Αλέξανδρος άξιζε τουλάχιστον
όσο και οι Ολύμπιοι. Στην Αίγυπτο
ανακηρύχθηκε θεός με εντελώς νόμιμο τρόπο, γιατί, όπως θυμόμαστε από τον
προηγούμενο τόμο, σύμφωνα με τις αιγυπτιακές δοξασιες ο φαραώ ήταν γεννημένος
από τον Άμμωνα· αυτόν τον τελευταίο όμως, οι Έλληνες τον
ταύτιζαν πάντα με τον Δία. Αν θέλουμε να
μαντέψουμε τις σκέψεις που έκανε ο Αλέξανδρος γι' αυτή την ταύτισή του με θεό,
μας προσφέρουν μια ένδειξη κάτι λόγια του Ναπολέοντα, που μετά τη στέψη του
είπε στον Ντεκρέ: «Παραδέχομαι πως η
καριέρα μου δεν είναι άσχημη και πως ακολούθησα τον δρόμο που ήθελα. Αλλά πόση
διαφορά με την αρχαιότητα! Όταν ο Αλέξανδρος κατάκτησε την Ασία, παρουσιάσθηκε
ως γιος του Δία κι όλοι οι αρχαίοι, με εξαίρεση την Ολυμπιάδα, τον Αριστοτέλη
και μερικούς Αθηναίους σχολαστικούς, τον πίστεψαν. Αν εγώ σήμερα δήλωνα ότι
είμαι γιος του Παντοδύναμου, θα με προγκάριζε κι η τελευταία πλύστρα. Οι λαοί
σήμερα παραείναι διαφωτισμένοι και δεν μπορεί πια κανείς να κάνει τίποτα.»
Στην αυτοθεοποίηση του Αλέξανδρου
ανακατεύονται αληθινή πίστη, η επίδραση του ανατολικού εδάφους, η δαιμονοπληξία
που πηγάζει από σκοτεινές βαρβαρικές ρίζες, η μοναξιά της μεγαλοφυίας, το
αίσθημα της πραγματικής παντοδυναμίας και η πεζή, ρεαλιστική πολιτική (δεν
υπήρχε άλλος νομικός τίτλος για την κυριαρχία πάνω στην Ελλάδα και την Ασία)·
και το αποτέλεσμα είναι κάτι ακατανόητο. Ή, όπως συνοψίζει ο Χέλμουτ Μπρέβε:
«Το πρόσωπό του ήταν το πρόσωπο της ανεξιχνίαστης διάνοιας». Γι’ αυτό τον λόγο δεν ξέρουμε ουσιαστικά παρά λίγα και
αντιφατικά πράγματα για την προσωπικότητά του, παρόλο που βρισκόταν στο ολόφωτο
ζενίθ της αρχαίας ιστορίας.
Σ' ό,τι αφορά την ερωτική ζωή του, όλες οι πηγές αναφέρουν ότι ένιωθε σφοδρό
πάθος για τη γυναίκα του Ρωξάνη, μια Περσίδα ευγενή, που λέγεται ότι ήταν η
ωραιότερη γυναίκα της Ασίας. Κατόπιν
παντρεύτηκε κάμποσες ακόμα Περσίδες πριγκίπισσες, ανάμεσά τους τη
βασιλοπούλα Στάτειρα, προφανώς για πολιτικούς λόγους, ώστε να μπορεί και τυπικά
να προβάλει ως κληρονόμος των Αχαιμενιδών από αυτό τον γάμο δε γεννήθηκαν
παιδιά. Κατά τα άλλα, αναφέρεται ότι ο
Αλέξανδρος έμενε εντυπωσιακά ασυγκίνητος από τα γυναικεία θέλγητρα, πράγμα που
ο Πλούταρχος αποδίδει σε ηθική αυστηρότητα, ενώ ο Μπρέβε στην κλίση του προς το
ίδιο του το φύλο. Υπέρ της τελευταίας ερμηνείας θα συνηγορούσε μόνον η
έκθυμη αγάπη του Αλέξανδρου για τον Ηφαιστίωνα, που όμως μπορεί να ήταν καθαρά
πλατωνική: στα όσα παραδίδονται γι' αυτή τη σχέση δεν υπάρχει τίποτα που να μην
εξηγείται με την αγνή φιλία. Το γεγονός ότι όλοι οι έφηβοι που υπήρχαν στο
περιβάλλον του Αλέξανδρου θεωρούνταν από τους κουτσομπόληδες της αυλής ερωμένοι
του είναι κάτι αυτονόητο και δεν έχει καμιά αποδεικτική δύναμη. Αντίθετα, ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος
αποποιήθηκε επανειλημμένα με αγανάκτηση παιδεραστικές προσφορές, αν και ο
Μπρέβε παρατηρεί σχετικά ότι αυτό είναι λιγότερο ενδεικτικό για τις ερωτικές
προτιμήσεις του βασιλιά από όσο το γεγονός ότι εκείνοι που του τις έκαναν
έλπιζαν να κερδίσουν έτσι την εύνοιά του. Αλλά σε ποιον αρχαίο άνδρα δεν
γίνονταν τέτοιες προτάσεις; Αν, επιπρόσθετα, πάρουμε υπόψη μας ότι σ' ολόκληρη
τη ζωή του ο Αλέξανδρος είχε ένα ακόρεστο πάθος για το κυνήγι και τη
γυμναστική, στα οποία εντρυφούσε ακόμα και στη διάρκεια των εκστρατειών του,
και ότι ολόκληρη η σταδιοδρομία του ήταν γεμάτη από υπεράνθρωπες κακουχίες, που
τις διέκοπταν μόνον εξίσου τιτάνιες ακρατοποσίες, θα κλίνει προς την άποψη ότι
ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει ανάμεσα στην Αφροδίτη και την Άρτεμη με παρόμοιο
τρόπο όπως ο αθλομανής Ιππόλυτος.
Η
μόρφωσή του πρέπει να ήταν ασυνήθιστα μεγάλη. Ο Αριστοτέλης τον είχε εξοικειώσει
με όλο το φάσμα των τότε γνώσεων, ενώ μαζί με άλλους δασκάλους τον είχε μυήσει
επίσης στη μουσική και τη ρητορική. Το
αιώνιο ιδανικό του, το οποίο επιδίωκε με ζήλο, ήταν ο Αχιλλέας· καθώς όμως
αυτός ο τελευταίος, σε σύγκριση με τον Αλέξανδρο, δεν ήταν τίποτα περισσότερο
από ένας άξεστος νταής, ο Αλέξανδρος δεν μπορεί να λάτρευε στο πρόσωπό του παρά
μόνο τον ήρωα της Ιλιάδας. Αυτό το έπος
του Όμηρου το κουβαλούσε πάντα μαζί του σε μια έκδοση που του είχε χαρίσει ο
Αριστοτέλης και που τη φύλαγε σε μια ακριβή κασετίνα. Και με τους τραγικούς επίσης ήταν πολύ
εξοικειωμένος και δεν έχανε ευκαιρία για να παραθέσει αποσπάσματα από τα
έργα τους. Το ζωηρό ενδιαφέρον του για
τις εικαστικές τέχνες άγγιζε τα όρια του σνομπισμού, γιατί τον έκανε να χώνει
τη μύτη του στη δουλειά των ζωγράφων και των γλυπτών, προκαλώντας κάποτε
μια πνευματώδη αντίδραση του Λύσιππου. Στις
εκστρατείες του έβαζε πάντα να κάνουν επιστημονικές έρευνες. Παρόμοιους
σκοπούς εξυπηρετούσε και η αυλική γραμματεία, που την ίδρυσε ο ίδιος. Οι γραμματείς κατέγραφαν καταλεπτώς
στις «βασιλικές εφημερίδες» (που δεν ήταν άλλο από επίσημα ημερολόγια) όλα τα πολιτικά και στρατιωτικά συμβάντα,
και σημείωναν στο δελτίο των «βηματιστών» όλες τις καινούριες γνώσεις για τους δρόμους και τις εποχές, την
πανίδα και τη χλωρίδα, το έδαφος και τον πληθυσμό. Αναφέραμε πιο πάνω ότι ο
Αλέξανδρος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και για τις τεχνικές προόδους των Σικελών:
οι ελεπόλεις, δηλαδή «εκπορθήτριες
πόλεων», που χρησιμοποίησε στην πολιορκία της Τύρου, ήταν οι μεγαλύτεροι
πολιορκητικοί πύργοι που κατασκευάσθηκαν ποτέ· είχαν είκοσι ορόφους και ύψος
πάνω από 53 μέτρα. Γενικά ο Αλέξανδρος
είχε μέσα του μια ροπή προς το κολοσσιαίο, που όμως δεν προερχόταν, όπως
ισχυρίσθηκαν μερικοί στενόμυαλοι ιστοριογράφοι, από μεγαλομανία (γιατί τι θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς
μεγαλομανές σ' έναν Αλέξανδρο;), παρά
απλούστατα ήταν η προαναγγελία του ελληνιστικού πνεύματος. Όπως αναφέρει ο
Διόδωρος, είχε την πρόθεση ν' αφιερώσει στον πατέρα του ένα μνημείο «σαν τις
πυραμίδες». Ο Δεινοκράτης, ο αρχιτέκτονας της Αλεξάνδρειας, κατασκεύασε, για να
καεί το πτώμα του Ηφαιστίωνα, ένα πολυτελές ικρίωμα, που λέγεται ότι στοίχισε
δέκα χιλιάδες τάλαντα (ποσό μάλλον παραφουσκωμένο) και, ανάμεσα στ' άλλα, ήταν
στολισμένο με χίλια πελώρια επιχρυσωμένα αγάλματα. Ο ίδιος Δεινοκράτης σχεδίαζε
να μετατρέψει ολόκληρο το βουνό Άθω σ' ένα άγαλμα του Αλέξανδρου, με μια
πόλη για δέκα χιλιάδες κατοίκους στο δεξί χέρι και όλα τα νερά του βουνού στο
αριστερό. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η
ίδια η Αλεξάνδρεια είναι ένα εκπληκτικό, γιγάντιο αρχιτεκτονικό δημιούργημα.
Για
να καλύψει τα νώτα του, ο Αλέξανδρος αναγκάσθηκε πρώτα ν' αναλάβει μια δύσκολη
και εξουθενωτική εκστρατεία εναντίον των ανυπότακτων θρακών. Σ' αυτή την
εκστρατεία απόδειξε ότι ήταν ισάξιος του πατέρα του στην τέχνη των φρόνιμων και
γρήγορων ελιγμών και της επιδέξιας αξιοποίησης του εδάφους. Στην ασιατική εκστρατεία έπρεπε ν'
αντιμετωπίσει τη σημαντική αριθμητική υπεροχή των Περσών, πράγμα για το
οποίο δεν έφταιγε κανένας άλλος από τους ίδιους τους Έλληνες, για την ειρήνευση
των οποίων ο Αλέξανδρος αναγκάσθηκε ν' αφήσει πίσω του τον μισό μακεδονικό
στρατό. Το ιππικό του αριθμούσε κάπου πέντε χιλιάδες άνδρες, το πεζικό του τριάντα
χιλιάδες (σύμφωνα με τα μεγαλύτερα νούμερα σαράντα χιλιάδες). Μετά τη νίκη του
Αλέξανδρου στον Γρανικό, ο Μέμνων ο Ρόδιος, που φαίνεται ότι ήταν ο ικανότερος
στρατιωτικός στο περσικό επιτελείο, είχε σκοπό να ερημώσει τα μικρασιατικά
εδάφη, για ν' αναγκάσει τον Αλέξανδρο να στραφεί από έλλειψη τροφίμων στον κατά
θάλασσα πόλεμο, όπου δεν θα είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας, γιατί το
φοινικικό και κυπριακό ναυτικό του μεγάλου βασιλιά ήταν υπέρτερο από το ναυτικό
του Αλέξανδρου, και μάλιστα όχι μόνον αριθμητικά. Ταυτόχρονα, ο Μέμνων,
υποστηριγμένος από το περσικό χρυσάφι, ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες
για να υποκινήσει γενική εξέγερση κατά των Μακεδόνων. Αλλά οι σατράπες
εναντιώθηκαν στο σχέδιό του, εν μέρει για να μην πάθουν ζημιές τα κτήματά τους
και εν μέρει από εχθρότητα εναντίον του Έλληνα συναδέλφου τους, και λίγο
αργότερα μια αρρώστια έστειλε τον Μέμνωνα στον τάφο. Ο Αλέξανδρος συνέχισε
ανενόχλητος την προέλασή του, αλλά πριν
από τη μάχη στην Ισσό βρέθηκε σε φοβερά δύσκολη θέση: αν η μάχη τέλειωνε με
ήττα του, ή έστω και με ισοπαλία, θα βρισκόταν ολότελα αποκομμένος από τις
βάσεις του (γιατί είχε διαλύσει τον στόλο, για να μη τον εκθέσει στις
επιθέσεις ενός ανώτερου εχθρού). Μετά
την Ισσό βέβαια εξασφάλισε τα νώτα του, κατακτώντας τη Φοινίκη και την Αίγυπτο,
έτσι όμως άφησε ανενόχλητο τον εχθρό για δυο ολόκληρα χρόνια, πράγμα που
επίσης ήταν πολύ παρακινδυνευμένο. Και
τις δυο φορές ο Αλέξανδρος τα έπαιξε όλα για όλα, και τις δυο φορές κέρδισε.
Αλλά και στα Γαυγάμηλα η τύχη της μάχης
βρέθηκε στην κόψη του ξυραφιού: αρχικά οι Μακεδόνες περικυκλώθηκαν και από
τις δύο πλευρές, αλλά ο Αλέξανδρος κατάφερε να νικήσει με το δεξί του κέρας,
ενώ το αριστερό με τον Παρμενίωνα έμεινε πίσω· στο κενό που δημιουργήθηκε έτσι
διείσδυσαν οι Πέρσες, που όμως δε στάθηκαν ικανοί να εκμεταλλευθούν αυτό το
πλεονέκτημα, και στο μεταξύ ο Αλέξανδρος διέλυσε το κέντρο τους, όπου βρισκόταν
ο βασιλιάς με τα επίλεκτα τμήματά του: τη βασιλική σωματοφυλακή και το σώμα των
Ελλήνων μισθοφόρων. Για ν' αντιμετωπίσει τα φοβερά δρεπανηφόρα άρματα, ο
Αλέξανδρος έστειλε έφιππους τοξότες, που εξουδετέρωσαν τους ηνίοχους·
από τότε δεν ακούγεται πια τίποτα γι' αυτό το όπλο. Χαρακτήρα ρομαντικής εποποιίας πρέπει να είχε, στη μάχη που έγινε στον Υδάσπη,
και ο αγώνας εναντίον ενός άλλου, ολότελα ασυνήθιστου πολεμικού μέσου: των
ελεφάντων του βασιλιά των Ινδών Πόρου, που ποδοπατούσαν τους εχθρούς, τους
πέταγαν στον αέρα με την προβοσκίδα, τους ξέσκιζαν με τους χαυλιόδοντές τους.
Μπορούμε
τώρα να παρακολουθήσουμε σε πολύ αδρές γραμμές πώς σιγά-σιγά ο Αλέξανδρος
άρχισε να ξεπερνάει τον πατέρα του. Ούτε ο Αριστοτέλης, που παρά την
ευρυμάθειά του παρέμεινε Έλληνας, ούτε ο Παρμενίων, που σκεφτόταν με βάση το
περιορισμένο ιδανικό μιας «μείζονος Μακεδονίας», μπορούσαν να παρακολουθήσουν
τις οικουμενικές συλλήψεις του Αλέξανδρου. Μετά τη μάχη στην Ισσό εμφανίσθηκαν
μπροστά στην Τύρο αποσταλμένοι του μεγάλου βασιλιά, που πρόσφεραν την
παραχώρηση όλων των χωρών δυτικά από τον Ευφράτη. Λέγεται ότι ο Παρμενίων
πρότεινε στον Αλέξανδρο να δεχτεί, και η απάντηση του Αλέξανδρου, ότι κι αυτός
θα το έκανε αν ήταν Παρμενίων, συνοψίζει ολόκληρη τη διαφορά ανάμεσα στους δύο
άνδρες. Μετά τα Γαυγάμηλα ο Αλέξανδρος
βάζει στη μπάντα ολόκληρη την ιδεολογία του «πανελλήνιου αντεκδικητικού
πολέμου» και στέφεται βασιλιάς της Ασίας. Ταυτόχρονα όμως θυσιάζει στον Μαρδούκ, τον θεό που απονέμει την κοσμική
βασιλεία, κι έτσι διαδηλώνει ότι δεν του αρκεί το περσικό βασίλειο.
Πράγματι, αφού διασχίσει νικηφόρα ολόκληρο το περσικό κράτος, εισβάλλει στο
Παντζάμπ, και όταν πληροφορείται για τη χώρα του Γάγγη, θέλει να τη διαβεί κι
αυτή για να φτάσει στον ωκεανό. Δηλαδή, με
τα αρχαία μέτρα, θέλει να κατακτήσει ολόκληρη τη γη. Τότε όμως αντέδρασαν τα εξαντλημένα στρατεύματά του και ο Αλέξανδρος
αναγκάσθηκε να γυρίσει πίσω. Είναι όμως σίγουρο ότι, αν ζούσε περισσότερο, θα
ξαναγύριζε σ' αυτή την ιδέα. Την εποχή που πέθανε ετοιμαζόταν να
περιπλεύσει την Αραβία. Επίσης σκόπευε
να υποτάξει ολόκληρη τη Δύση και, καταλαβαίνοντας ότι το κλειδί ενός
τέτοιου εγχειρήματος ήταν η Καρχηδόνα, σχεδίαζε ως πρώτο βήμα μια εκστρατεία
κατά μήκος της βόρειας ακτής της Αφρικής, που θα υποστηριζόταν από ένα τεράστιο
στόλο χιλίων πλοίων. Λίγο πριν από τον θάνατό του δοκίμασε μια πρόγευση αυτού
του μακρινού οράματος: όλοι οι λαοί της Δύσης, Λίβυες, Καρχηδόνιοι, Κέλτες,
Ίβηρες, του έστειλαν υποτακτικά πρεσβείες, ακόμα και οι Ρωμαίοι. Το κράτος του όμως θα ήταν πολύ μεγαλύτερο
από το κράτος των Ρωμαίων, γιατί αυτοί δεν πάτησαν ποτέ για καλά το πόδι
τους πέρα από τον Ευφράτη, και ναυτικά εγχειρήματα σαν αυτό της Ινδίας ούτε που
τα χωρούσε ο νους τους. Και τι στ’
αλήθεια θα εμπόδιζε τον Αλέξανδρο ν’ ανακαλύψει την Αμερική; Την εποχή
ακριβώς που πέθανε, ο Πυθέας ξεκίνησε από τη Μασσαλία, πέρασε τα Γάδειρα,
παράπλευσε τα’ ακρογιάλια της Ισπανίας και της Γαλλίας και έφτασε ως τη
Βρετανία, τα νησιά της Σχετλάνδης και τη Θούλη, που πιθανότατα είναι η
Ισλανδία.
Το
βασίλειο του Αλέξανδρου θα ήταν ίσως μια Νέα Ατλαντίδα: θα έφτανε από τις
Δυτικές ως τις Ανατολικές Ινδίες! Γιατί ένα από τα πιο πρωτότυπα γνωρίσματα
του, που ξεπερνούσε τα όρια του αρχαίου πνεύματος, ήταν ότι μετρούσε ήδη τον
κόσμο στην κλίμακα των ωκεανών. Αν όμως το δούμε αυτό από άλλη πλευρά, ίσως ο πρόωρος θάνατός του να ήταν μια
από εκείνες τις μυστηριώδεις ανακοπές της παγκόσμιας Ιστορίας, που το νόημά
τους δεν μπορούμε παρά απλώς να το υποθέσουμε.
Η
σύλληψη του Αλέξανδρου ήταν: η Βαβυλώνα να γίνει ομφαλός της γης, ο Περσικός
κόλπος, με μια δεύτερη και ακόμα μεγαλύτερη Αλεξάνδρεια, να είναι το εμπορικό
κέντρο του κόσμου. Το κράτος του Αλέξανδρου θα σήμαινε το τέλος της Ευρώπης.
Egon Friedell, Πολιτιστική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας
[Εκδόσεις Πορεία, 1994, σελ. 313-321]
Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017
Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017
Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017
Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017
Οι φωνές του πλατωνικού διαλόγου
Ο
Πλάτων ήξερε
[…], ότι ένα βιβλίο, εφόσον
δημοσιευτεί, μπορεί να φτάσει σε
αναγνώστες κάθε είδους. Ήξερε επίσης, […], ότι διαφορετικοί τύποι αναγνωστών έχουν την τάση να παίρνουν από το
ίδιο το κείμενο διαφορετικά πράγματα. Και έγραφε –οπωσδήποτε στο μεγαλύτερο
μέρος του έργου του- συνειδητά για όλους.
Προκύπτει άραγε από αυτό ότι στόχος του ήταν να απευθυνθεί με το ίδιο
κείμενο ταυτόχρονα στον καθένα ειδικά από τους τύπους των αναγνωστών; […]
Το ερώτημα που μας απασχολεί φωτίζεται με
απροσδόκητη σαφήνεια από τις σκέψεις που διατύπωσε ο Ludwig Wittgenstein σε μια παλαιότερη
μορφή του προλόγου του στις Φιλοσοφικές
παρατηρήσεις του:
«Αν ένα βιβλίο έχει
γραφεί μόνο για λίγους, αυτό θα φανεί ακριβώς από το γεγονός ότι μόνο λίγοι το
καταλαβαίνουν. Το βιβλίο πρέπει αυτόματα
να προκαλέσει τη διάκριση μεταξύ αυτών που το καταλαβαίνουν και αυτών που δεν
το καταλαβαίνουν. […] Αν δεν θέλεις να μπουν ορισμένοι άνθρωποι σε ένα
δωμάτιο, βάλε μια κλειδαριά για την οποία αυτοί δεν έχουν κλειδί. Αλλά δεν έχει
νόημα να μιλάς μαζί τους για το δωμάτιο, εκτός και αν θέλεις να το θαυμάζουν
απ’ έξω! Με αξιοπρέπεια βάλε μια
κλειδαριά στην πόρτα που θα την προσέξουν μόνο εκείνοι που μπορούν να την
ανοίξουν, όχι οι άλλοι».
[…] Μέσω της «κλειδαριάς» αυτής ο Wittgenstein ελπίζει σε μια «αυτόματη» διάκριση των
αναγνωστών σε εκείνους που καταλαβαίνουν το βιβλίο και σε κείνους που δεν το
καταλαβαίνουν.
Όταν έκανε αυτές τις σκέψεις ο Wittgenstein […] υπήρχε
ήδη –για πάνω από εκατό χρόνια- μια θεωρία για τον πλατωνικό διάλογο η οποία
απέδιδε στον Πλάτωνα την πρόθεση μιας «αυτόματης διάκρισης» των αναγνωστών
μέσω του βιβλίου και υποσχόταν την «κλειδαριά» που εκείνος είχε βάλει στους
διαλόγους του να την κάνει ορατή και να την ανοίξει. Εννοώ τη θεωρία που εγκαινίασε ο Friedrich
Schleiermacher
[…]
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή ο διάλογος μπορεί να αναζητήσει μόνος του
τους αναγνώστες του, αφού μπορεί αυτόματα να κρατήσει μακριά του τους μη
κατάλληλους αναγνώστες. Δεν λέει
επίσης πάντοτε μόνο το ίδιο πράγμα, αφού αποκαλύπτει, κάθε φορά που
ξαναδιαβάζεται, καινούρια επίπεδα εννοιών, απαντώντας με τον τρόπο αυτό στα
ερωτήματα του κατάλληλου αναγνώστη. Με την έννοια αυτή ο πλατωνικός διάλογος
μπορεί επίσης να υπερασπιστεί μόνος του τον εαυτό του απέναντι σε επιθέσεις,
αφού οι επιθέσεις όσων δεν καταλαβαίνουν δεν φτάνουν με κανέναν τρόπο στο βαθύτερο επίπεδο των εννοιών του, ενώ οι
αμφιβολίες του αναγνώστη που καταλαβαίνει αίρονται με τις νεότερες
«απαντήσεις». Αυτές οι ικανότητες του διαλόγου τον καθιστούν –σύμφωνα με τη
θεωρία αυτή- ένα «ενεργητικό» κείμενο, έναν «σύντροφο» με τον οποίο ο
αναγνώστης πρέπει να αναζητήσει τη «συνομιλία».
Ας επισημάνουμε καταρχήν ότι αυτές οι
θετικές ικανότητες του «ενεργητικού» διαλόγου κερδήθηκαν από την άρνηση των
ελλείψεων που αποδίδει ο Πλάτων στον Φαίδρο στον γραπτό λόγο, στην γραφήν ενγένει. Ο γραπτός λόγος, υποστηρίζει
ο Πλάτων, λέει πάντοτε το ίδιο, δεν μπορεί να απαντήσει σε ερωτήσεις, να
διαλέξει μόνος του τους αναγνώστες του και να υπερασπιστεί τον εαυτό του
απέναντι σε επιθέσεις (Φαίδρος 275de). Πουθενά δεν
λέει ο Πλάτων, λέει ότι υπάρχει –ή ότι θα ήταν δυνατό να υπάρξει στο μέλλον-
μια μορφή γραπτής έκθεσης με την οποία θα μπορούσαν να ξεπεραστούν αυτές οι
ουσιαστικές ελλείψεις του γραπτού λόγου. Μόνο η προφορική άσκηση της
φιλοσοφίας δεν επιβαρύνεται με τέτοιες ελλείψεις: Στη ζωντανή συζήτηση «ο
γνώστης» μπορεί να αναζητήσει ο ίδιος τον κατάλληλο συνομιλητή·
στις ερωτήσεις δεν θα δίνει σταθερά, με τα ίδια λόγια, τις ίδιες απαντήσεις και
μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στις ενστάσεις (276a, e).
Η
πεποίθηση της σύγχρονης θεωρίας του διαλόγου ότι ο γραπτός πλατωνικός διάλογος
μπορεί να πετύχει στην ουσία το ίδιο με τον «ζώντα και έψυχον λόγον (δηλ. τον προφορικό) του γνώστη» (Φαίδρος 276a
8), και ότι συνεπώς προοριζόταν και από τον Πλάτωνα να καλύψει τον ίδιο χώρο με
την προφορική του φιλοσοφία, δεν μπορεί
να βρει κανένα στήριγμα στο πλατωνικό κείμενο, ούτε στον Φαίδρο ούτε οπουδήποτε αλλού. Η άποψη ότι ο διάλογος είναι η μόνη μορφή
γραπτού λόγου η οποία υπερβαίνει τον χαρακτήρα του βιβλίου είναι ένα σοβαρό
βήμα πέρα από τον ίδιο τον Πλάτωνα· το αν ισχύει ή όχι
θα το εξετάσουμε στη συνέχεια.
Πριν αρχίσουμε την εξέταση αυτή πρέπει να
αναφέρουμε δυο διαπιστώσεις σχετικά με τα γενικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης
θεωρίας:
(1) Η σύγχρονη θεωρία
της διαλογικής μορφής είχε από την αρχή έναν αντι-εσωτερικό προσανατολισμό τον
οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα. […] Εναντίον αυτής της αντίληψης ο Schleiermacher ανέπτυξε μια σύλληψη σύμφωνα με την οποία
ο διάλογος είναι μια μορφή έκθεσης ισοδύναμη τελικά με την προφορική συνομιλία,
και συνεπώς σκοπός της ήταν να παρουσιάσει ολοκληρωμένα τη φιλοσοφία του
Πλάτωνα, αν όχι με άμεση γνωστοποίηση, σίγουρα πάντως με έμμεση. […]
(2) Λόγω αυτής της
τάσης η σύγχρονη θεωρία του διαλόγου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η
«αντι-εσωτερική ερμηνεία του Πλάτωνα», και με την έννοια αυτή να θεωρηθεί ο
αντίποδας της «εσωτερικής ερμηνείας», […] Ατυχώς η αντιδιαστολή αυτή είναι
ταυτόχρονα και πολύ παραπλανητική. Και αυτό, επειδή ο Schleiermacher
με κανέναν τρόπο δεν παρέβλεψε και δεν παρέκαμψε την πλατωνική εσωτερικότητα,
αλλά απλώς –σύμφωνα με μια γενική τάση του γερμανικού ρομαντισμού- την μετέθεσε
στο εσωτερικό του αναγνώστη ή, για να χρησιμοποιήσουμε τα δικά του λόγια, την
έκανε «κατάσταση του αναγνώστη». Τόσο ο Schleiermacher
όσο και οι διάδοχοί του συμμερίζονται με τους «υποστηρικτές της εσωτερικότητας»
την αντίληψη ότι ο Πλάτων κάθε άλλο παρά ήθελε να προσφέρει σε όλους ανοιχτά
αυτά που θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικά. Απλώς αυτό που αμφισβητούν είναι ότι ο
Πλάτων σκόπιμα έβαλε όρια στη γνωστοποίηση της φιλοσοφίας του και βεβαιώνουν
ότι όλα όσα έχουν σημασία είναι γραμμένα στους διαλόγους, μόνο που καλύπτονται
με τις τεχνικές της έμμεσης γνωστοποίησης. Είναι υπόθεση του αναγνώστη να γίνει
ένας «αληθινός ακροατής του εσωτερικού» (Schleiermacher)
ή –σύμφωνα με τη μεταφορά του Wittgenstein- να δει την
«κλειδαριά» και να την ανοίξει. Το αποτέλεσμα είναι μια οπτική για την οποία ο
μόνος σωστός χαρακτηρισμός είναι «εσωτερικότητα που ενυπάρχει στον διάλογο».
Και για τη θέση αυτή είναι καθοριστική η –αποφασιστικής σημασίας για την
«εσωτερική ερμηνεία»- διάκριση μεταξύ «κατάλληλων» και «μη κατάλληλων»
αποδεκτών, με τον αποκλεισμό των δεύτερων· απλώς, σύμφωνα με
τη θέση αυτή, η διάκριση γίνεται «αυτόματα» μέσω του βιβλίου.
Δεν έχουμε
επομένως να επιλέξουμε μεταξύ μιας «αντι-εσωτερικής» και μιας «εσωτερικής»
ερμηνείας του Πλάτωνα, αλλά μεταξύ δύο
μορφών της εσωτερικής ερμηνείας: στην εσωτερικότητα που ενυπάρχει στο κείμενο
–θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και «ερμηνευτική» εσωτερικότητα- αντιπαρατίθεται η εσωτερικότητα που
υπερβαίνει τον διάλογο ή η «ιστορική» εσωτερικότητα, η οποία βασίζεται στην
ιστορική πραγματικότητα μιας θεωρίας για τις «αρχές» που δεν καταγράφηκε ποτέ
–εκείνης της θεωρίας για τις «αρχές» στην οποία επιλέγει να αναφερθεί ο
Αριστοτέλης όταν ασκεί κριτική στον Πλάτωνα στα Μετά τα φυσικά.
Για
να είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε τεκμηριωμένα υπέρ της μιας ή της άλλης από
αυτές τις θέσεις απαραίτητο είναι να λάβουμε υπόψη αρχαίες θεωρίες για την
πολυσημία του γραπτού λόγου, να αναφερθούμε στη στάση του Πλάτωνα απέναντί
τους, και κυρίως να εξετάσουμε πιο προσεκτικά την κριτική του στον γραπτό λόγο. […]
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η
σύγχρονη θεωρία του διαλόγου στο πνεύμα του Schleiermacher
αγνοεί τα εσκεμμένα κενά. Είναι αναγκασμένη να τα αγνοήσει ή να ελαχιστοποιήσει
τη σημασία τους, επειδή στην ουσία δεν ταιριάζουν στο σχήμα της. Στη μεταφορά
του Wittgenstein με το «δωμάτιο» και την «κλειδαριά» στην
«πόρτα» του δεν είναι η αναφορά στην παρουσία μιας κλειδαριάς, αόρατης για
πολλούς, αυτή που θα αντιστοιχούσε με τα εσκεμμένα κενά του Πλάτωνα –όχι, με
άλλα λόγια, εκείνη η κατάσταση που ο ίδιος ο Wittgenstein
ρητά αρνείται- αλλά μάλλον η διαπίστωση ότι υπάρχουν και άλλα «δωμάτια», στα
οποία ο αναγνώστης δεν έχει φτάσει ακόμη.
Πιθανόν ο Wittgenstein
να είχε απορρίψει και μια τέτοια διαπίστωση, αφού φαίνεται να πιστεύει ότι ο
μόνος λόγος για μια συζήτηση σχετικά με τα όρια της γνωστοποίησης είναι η
επιθυμία του συγγραφέα οι αναγνώστες «να θαυμάζουν το δωμάτιο απ’ έξω»· γιαυτό και θεωρεί την παρουσία μιας διακριτικής κλειδαριάς
«αξιοπρεπέστερη». Λόγω μιας ίδιας εκτίμησης, λοιπόν, και ορισμένοι αναγνώστες
θεωρούν κάθε μορφή εσωτερικότητας κατά κάποιον τρόπο προσβλητική. Ωστόσο δεν
είναι καθόλου δύσκολο να δει κανείς ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλοι λόγοι πέρα
από αυτόν που ανέφερε ο Wittgenstein: Ο Πλάτων π.χ. ήθελε σίγουρα να μπουν στα «δωμάτιά» του, ακόμη και στα πιο εσωτερικά,
όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι –όχι βέβαια χωρίς την κατάλληλη
προετοιμασία. Αντίθετα ο θαυμασμός απ’ έξω του ήταν τελείως αδιάφορος. Με
τη στάση του αυτή μπορούσε ανοιχτά να υποδείξει την ύπαρξη και άλλων «δωματίων»
χωρίς καθόλου να προσκρούει στην «αξιοπρέπειά» του Wittgenstein.
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι η σύγχρονη θεωρία του διαλόγου εξαρτά την
κοινοποίηση (την έμμεση κοινοποίηση) των γνώσεων που έχουν αποφασιστική σημασία
αποκλειστικά από τις νοητικές ποιότητες του αναγνώστη. Διότι η ανακάλυψη
ενός βαθύτερου, «πραγματικού» νοήματος πίσω από κάποιες σκέψεις, που σε άλλους
φαίνονται επιφανειακές και καθόλου προβληματικές, είναι επίτευγμα που οφείλεται
στην παρατήρηση της γλώσσας, στη λογική ανάλυση, στη μνήμη και στη συνδυαστική
ικανότητα: είναι με δυο λόγια ένα επίτευγμα του νου. Εντούτοις, είδαμε […] στον Χαρμίδη ότι η χορήγηση του γιατρικού που
διαθέτει ο Σωκράτης εξαρτάται από το να ανοίξει προηγουμένως ο Χαρμίδης την
ψυχή του στη «γητειά», πράγμα που
εδώ σημαίνει: να είναι πρόθυμος να αποκτήσει την ηθική αρετή της σωφροσύνης.
Έτσι ακριβώς, όπως είδαμε, και ο
Καλλικλής στον Γοργία δεν αποκλείεται
από τα «Μεγάλα Μυστήρια» επειδή του λείπει η ευφυΐα, αλλά λόγω της ηθικής
συγκρότησης του χαρακτήρα του. Και στην
Πολιτεία, τέλος, όπου εκφράζεται
αποκλειστικά σε επίπεδο αρχών για τις απαιτούμενες ιδιότητες των «φιλοσοφικών
φύσεων», ο Πλάτων τονίζει τις ηθικές
ποιότητες όχι λιγότερο από τις νοητικές (Πολιτεία 485b-487a). Μια θεωρία
που θέλει να εκθέσει το «πραγματικό» αλλά δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της τη
συνθήκη αυτή θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με μια σχετική προσοχή.
Thomas A. Szlezák, Πώς να διαβάζουμε τον Πλάτωνα
[Εκδόσεις
Θύραθεν, 2004, σελ. 56-63]
Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017
Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017
Οι Ερινύες
Η τηλεοπτική σειρά Inspector Lewis
είναι ένα Βρετανικό αστυνομικό δράμα. Ο επιθεωρητής Robert Lewis μαζί με
τον συνεργάτη του, τον ντετέκτιβ James Hathaway, αναλαμβάνουν τον ελίτ
εγκληματικό υπόκοσμο της Οξφόρδης στην Αγγλία, βασιζόμενοι στο ένστικτο του
Lewis και στη διάνοια του Hathaways.
Στο πρώτο επεισόδιο της πρώτης σεζόν
("Whom the Gods Would Destroy") συναντάμε
αναφορές στην μυθολογία της αρχαίας Ελλάδας αλλά και στη φιλοσοφία του Νίτσε.
Ακολουθεί η μυθολογική αναφορά για τις Ερινύες:
Οι Ερινύες, ήταν απεσταλμένες των θεών, οι οποίες τιμωρούσαν σφάλματα. Θα ενοχλούσαν και
θα τραυμάτιζαν τη λεία τους αλλά ποτέ δεν θα τη σκότωναν.
- Αυτόν που οι θεοί θα καταστρέψουν, πρώτα
τον τρελαίνουν;
Ναι.
Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017
Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017
Πλάτων
[…] Τους Κυνικούς τους αντιμαχόταν, από
αριστοκρατική σκοπιά, ο σωκρατικός
Αριστοκλής από την Αθήνα, του οποίου το γενεαλογικό δέντρο έφτανε από την
πλευρά του πατέρα του ως τον βασιλιά Κόδρο και από την πλευρά της μητέρας του
ως τον Σόλωνα. Εξαιτίας του πλατιού
μετώπου του τον φώναζαν Πλάτωνα,
και πραγματικά ποτέ δεν υπήρξε πλατύτερο μέτωπο. Έζησε ογδόντα χρόνια, από τα οποία τα μισά ακριβώς (427 ως 387) ήταν περίοδος μαθητείας και ταξιδιών:
τον οδήγησαν στην Κυρήνη, όπου σπούδασε μαθηματικά, στην Αίγυπτο, όπου μυήθηκε
στα απόκρυφα δόγματα του ιερατείου, κατόπιν στην Κάτω Ιταλία, όπου μυήθηκε στον
πυθαγορισμό, και τελικά στη Σικελία του Διονυσίου, … Αργότερα άνοιξε τη σχολή του στο γυμνάσιο του Ακάδημου, όπου έκανε
μάθημα άλλοτε με διαλέξεις και άλλοτε διαλογικά, ενώ παράλληλα έδενε τους μαθητές
του μεταξύ τους χάρη στα συσσίτια που οργάνωνε. Στα έργα του ο Πλάτων είναι μυστικιστής και ορθολογιστής, συνθετικός
ποιητής και διαλυτικός σατιριστής στο ίδιο πρόσωπο. […]
Με τον Πλάτωνα, η πλαστική δεινότητα
του ελληνικού λαού υψώνεται για μια ακόμα φορά, και σ’ έναν ολότελα καινούριο τομέα,
ως τη μέγιστη φωτεινότητα και πρωτοτυπία. Χάρη
στη δραματική μορφή που διάλεξε ο Πλάτων, η φιλοσοφία, που κατά τ' άλλα εκφράζεται
ρητά ή άρρητα σε πρώτο πρόσωπο, αποκτά την αντικειμενικότητα μιας ανάγλυφης
σύνθεσης. Εντελώς διαφορετικοί πρέπει να ήταν οι χαμένοι διάλογοι του
Αριστοτέλη, για τους οποίους αναφέρεται ότι από τα πρόσωπά τους έλειπε η
ατομικότητα και ότι ο Αριστοτέλης επιφύλασσε στον εαυτό του τη διεύθυνση της συζήτησης.
Αυτό δείχνει ότι ο Αριστοτέλης δεν κατάλαβε καθόλου την πλατωνική μορφή
διαλόγου, που είναι μεγαλοφυής χάρη ακριβώς στο γεγονός ότι οι σκέψεις ενσαρκώνονται σε ζωντανές μορφές
και εκείνος που κάνει αυτές τις σκέψεις δεν εμφανίζεται καθόλου: ο Πλάτων
εξαφανίζεται πίσω από το έργο του όπως ο Όμηρος και ο Φειδίας πίσω από το δικό
τους.
Αλλά και οι πλατωνικές «ιδέες» είναι συλλήψεις ενός εικαστικού καλλιτέχνη: όπως
ακριβώς στη γλυπτική, έτσι κι εδώ η
γνήσια πραγματικότητα του κόσμου των φαινομένων εκφράζεται με άφθαρτα αρχέτυπα,
που περιέχουν συμπυκνωμένες όλες τις επιμέρους μορφές. Η λέξη ιδέα βγαίνει
από το ρήμα ιδώ, βλέπω, κοιτάζω, και επομένως θέλει εκ των προτέρων να
υποδηλώσει κάτι όχι αφηρημένο, αλλά παραστατικό. Οι ιδέες είναι παραδείγματα, δηλαδή πρότυπα, μοντέλα, και τα φαινόμενα είναι ομοιώματα ή μιμήματα, αντίγραφα, που
φυσικά είναι τόσο τελειότερα όσο περισσότερο πλησιάζουν στο αρχέτυπο.
Ο
Πλάτων εξήγησε με συναρπαστικό και ξεκάθαρο τρόπο τι εννοεί με τις ιδέες,
χρησιμοποιώντας την περίφημη παρομοίωση με τη σπηλιά: οι άνθρωποι είναι
σαν αιχμάλωτοι που κάθονται αλυσοδεμένοι σε μια υπόγεια σπηλιά, χωρίς να
μπορούν να στρέψουν το κεφάλι τους· πίσω από την πλάτη τους είναι ένα φως, κι
ανάμεσα σ’ αυτό το φως και την πλάτη τους περνούν κάθε λογής αντικείμενα: οι αιχμάλωτοι
δεν μπορούν να δουν ούτε το φως ούτε τα αντικείμενα ούτε τον εαυτό τους, παρά
μόνο τις σκιές στον τοίχο της σπηλιάς που είναι μπροστά τους. Επειδή λοιπόν ολόκληρη η φύση είναι αντανάκλαση των ιδεών, ο Πλάτων αποκαλεί
υποτιμητικά την τέχνη μίμησιν μιμήσεως.
Πολλοί
θεώρησαν ότι αυτή η αντίληψή του φανερώνει έλλειψη καλλιτεχνικού αισθητήριου,
αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: είναι έκφραση
μιας πέρα για πέρα καλλιτεχνικής κοσμοθεωρίας, που κάνει ακόμα και την
καθημερινή εμπειρία καλλιτεχνική πράξη. Αλλά μόνο την καθημερινή εμπειρία που
καθοδηγείται από τη φιλοσοφία. Γιατί στον
Πλάτωνα υπάρχουν δύο κόσμοι που χωρίζονται από σαφή όρια: ο κόσμος αυτού που
γίνεται και ποτέ δεν είναι και ο κόσμος αυτού που είναι και ποτέ δε γίνεται·
τα σώματα και οι ασώματες μορφές (ασώματα είδη)· η αίσθησις, που είναι μια άλογη μορφή
αντίληψης, και η νόησις, η έλλογη
γνώση, που δεν είναι λογική αφαίρεση, αλλά καλλιτεχνική σύνοψη, διαισθητική
εποπτεία. Γιατί οι ιδέες δε βρίσκονται
στα επιμέρους πράγματα, όπως οι έννοιες, αλλά αντίθετα τα πράγματα βρίσκονται σ’ αυτές. Η αληθινή γνώση, η
σύλληψη της ιδέας είναι ζήτημα φαντασίας, για την οποία ο Καντ είπε ότι δεν
πρέπει βέβαια να καλπάζει ατίθαση, αλλά να ραψωδεί κάτω από την αυστηρή
επίβλεψη της λογικής, και η δίψα γι' αυτή τη γνώση, ο φιλοσοφικός ενθουσιασμός, είναι ένα είδος μανίας, σαν κι αυτή της
Πυθίας. Όταν κάποτε ο Αντισθένης είπε στον Πλάτωνα: «Το άλογο το βλέπω,
αλλά την αλογότητα όχι», ο Πλάτων του απάντησε: «Αυτό συμβαίνει γιατί έχεις μόνο
το μάτι με το οποίο βλέπει κανείς το άλογο, αλλά το μάτι με το οποίο βλέπει κανείς
την αλογότητα δεν το έχεις ακόμα».
Το
ωραίο είναι κι
αυτό για τον Πλάτωνα μια ανάμνηση του
αρχέτυπου που ατένισε κανείς πριν γεννηθεί, ενός χαμένου παράδεισου· είναι
υποψία της ψυχής, νοσταλγία, έρωτας. Αλλά η
κορωνίδα του κόσμου των ιδεών είναι η ιδέα του αγαθού: αυτή είναι το φως στη σπηλιά και, όπως ο ήλιος, είναι η αιτία που κάνει
ορατά τα επίγεια πράγματα και τους δίνει ζωή.
Η ύλη όμως είναι αυτό που δεν μπορεί ν’ αναγνωρισθεί,
το μη ον, και το σώμα είναι τάφος και
φυλακή της ψυχής, που χρωστάει τα μη νοητικά στοιχεία της στη σύνδεσή της
μαζί του. Γι' αυτό, σε ζητήματα φυσικής
υπάρχουν μόνο δοξασίες, στην καλύτερη περίπτωση εικότες μύθοι, πιθανές εξηγήσεις.
Καθώς
όμως
κάθε αληθινή γνώση σημαίνει την ανάμνηση
των ιδεών, που μας έχουν εμφυσηθεί σε μια προγενέστερη και ανώτερη ζωή, πρέπει να πιστέψουμε ότι η ψυχή προϋπάρχει
και είναι άφθαρτη.
Πολύ περίεργη είναι μια άλλη
απόδειξη της αθανασίας της ψυχής: ο
Πλάτων λέει κάπου ότι κάθε ον έχει το ειδικό δεινό του, από το οποίο
καταστρέφεται: το σιτάρι έχει την ερυσίβη, το ξύλο το σαράκι, το σίδερο τη
σκουριά· στην
ανθρώπινη ψυχή αυτό το κακό είναι η αδικία· επειδή όμως η ανθρώπινη ψυχή δε βλάπτεται καθόλου από αυτή, παρά αντίθετα
κερδίζει σε ζωτικότητα, προφανώς η ανθρώπινη ψυχή είναι άφθαρτη. Αυτή η
άποψη μοιάζει μ' ένα απύθμενα σαρκαστικό σχόλιο για την πορεία του κόσμου και
τη σαπίλα των εγκόσμιων. Και πράγματι, ο
Πλάτων θεωρεί τη φύση βασίλειο του κακού· η απόδραση από αυτή και η επίτευξη της οσιότητας είναι το καθήκον των
φιλοσόφων.
Άλλωστε, η έσχατη αντίληψή του για όλα τα ζητήματα της πράξης και της
πραγματικότητας εκφράζεται μάλλον από τη ρήση του: «τα των ανθρώπων
πράγματα μεγάλης ουκ άξια σπουδής», οι
ανθρώπινες υποθέσεις δεν αξίζουν και μεγάλη προσοχή.
Egon Friedell, Πολιτιστική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας
[Εκδόσεις Πορεία, 1994, σελ. 333-336]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)