[…] Η μέθοδος είναι η
μέθοδος της διαλεκτικής. Αντί για την ιωνική μέθοδο της σκιαγράφησης, είτε
με δυσνόητα κείμενα είτε με αινιγματικούς στίχους, συμπερασμάτων που έχουν ήδη
εξαχθεί και αντί για τη σοφιστική μέθοδο μιας εύτακτης διευθέτησης των θεμάτων
σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο σε μια ευφραδή ομιλία, ο Σωκράτης ακολούθησε τη μέθοδό των ερωταποκρίσεων και την ακολούθησε παντού και με
ανθρώπους κάθε είδους. Ήταν μια καθορισμένη μέθοδος σχεδόν όπως και η
σχολαστική μέθοδος του μεσαίωνα. Υπήρχαν κανόνες για την επιλογή του θέματος
της συζήτησης και κανόνες για τη σχετική απάντηση των ερωτήσεων. Ήταν μια μέθοδος δυσάρεστη για το θύμα
και μια μέθοδος που μπορούσε να γίνει εριστική στρέφοντας τη συζήτηση προς
οποιαδήποτε κατεύθυνση χάριν της συζήτησης∙
όμως παρά ταύτα στα χέρια του Σωκράτη ήταν ένα γνήσιο όργανο της αλήθειας.
Γνωρίζουμε τη διαδικασία της από τους διαλόγους του Πλάτωνα∙ άλλωστε η «διαλεκτική», όπως δείχνει το ίδιο το όνομά
της υπήρξε ο πατέρας αυτών των διαλόγων.
Αν αυτή ήταν η μέθοδός του
Σωκράτη, το δόγμα του ήταν αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε δόγμα των δύο
γνώσεων. Ο Σωκράτης πίστευε ότι υπήρχαν δύο ειδών γνώσης: ένα το οποίο
ήταν μόνο φαινομενικό και στην καλύτερη περίπτωση επισφαλές και ένα άλλο που
ήταν αληθινό και αποτελούσε μόνιμο κτήμα του νου. Πίστευε ότι όλοι οι
άνθρωποι είχαν καθήκον να βρουν την αληθινή γνώση και ότι μπορούσαν να το
κάνουν αυτό, μόνο εάν «γνώριζαν τους εαυτούς τους» - με άλλα λόγια, αν γνώριζαν
πόσα πράγματι γνώριζαν. Πίστευε επίσης ότι η αληθινή γνώση ήταν και αληθινή
αρετή.
Εάν μπορούμε να αποδώσουμε
κάποια συγκεκριμένη διδασκαλία στον Σωκράτη, αυτή ήταν η διδασκαλία του.
Είναι προφανές ότι η έμφαση που έδινε ο Σωκράτης στην αξία της αληθινής
γνώσης είχε ομοιότητες με την έμφαση που έδιναν οι Σοφιστές στην ειδική γνώση
που ισχυρίζονταν ότι μετέδιδαν. Οι Σοφιστές όχι μόνο είχαν επινοήσει μια
μέθοδο σε θέματα όπως η ρητορική και προσφέρονταν να μεταδώσουν μια τεχνική
γνώση αυτών των θεμάτων, αλλά επίσης είχαν επίσης μετατρέψει την ίδια την
ανθρώπινη συμπεριφορά σε τέχνη, η οποία θα οδηγούσε σε αρετή ή αλλιώς πρακτική ικανότητα και θα επέτρεπε στους κατόχους
της να διαχειριστούν κράτη και οικογένειες με σωστό τρόπο. Για τους Σοφιστές,
επομένως, όπως και για τον Σωκράτη η πραγματική αρετή εξαρτιόταν από και
συνίστατο σε μια ειδική γνώση. Επίσης δεν μπορούμε να πούμε ότι η ταύτιση
της αρετής με τη γνώση είναι από μόνη της μια ειδικά σωκρατική διδασκαλία.
Τουναντίον, οι Σοφιστές, καθώς ισχυρίζονταν ότι διδάσκουν αρετή, υποστήριζαν
εξίσου έντονα με τον Σωκράτη την πρόταση ότι η «αρετή είναι γνώση». Αν δεν
ήταν, δεν θα μπορούσε να διδαχθεί, ο λόγος ύπαρξης του επαγγέλματός τους
εξαφανιζόταν.
Επομένως για να
καταλάβουμε όπως πρέπει την ιδιάζουσα διδασκαλία του Σωκράτη, θα πρέπει να
προχωρήσουμε από την επισήμανση των κοινών του σημείων με τους Σοφιστές στον
εντοπισμό της θεμελιώδους απόκλισής του από τις απόψεις τους. Εδώ θα πρέπει
πρώτα απ’ όλα να επισημάνουμε ότι δεν πίστευε, όπως οι Σοφιστές, ότι η αρετή
ήταν μια ειδική τέχνη -ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, δεξιοτεχνία σε μια
ειδική τέχνη- την οποία μπορούσε κανείς να τελειοποιήσει όπως τις άλλες τέχνες
αυτού του είδους μόνο με την απόκτηση μιας ειδικής γνώσης που αφορούσε ειδικά
την τέχνη αυτή. Δεν πίστευε ότι υπήρχε μια ειδική τέχνη της ανθρώπινης
συμπεριφοράς ή ότι η αρετή ήταν μια ειδική ικανότητα στην πρακτική
εφαρμογή μιας τέτοιας ειδικής τέχνης. Πίστευε ότι η αρετή έθετε όλα τα άλλα
στην αληθινή τους θέση και στη σωστή τους οπτική γωνία∙ πίστευε ότι η αρετή ήταν αρχιτεκτονική η οποία
καθόριζε τη δέουσα αναλογία και τις σωστές σχέσεις της κάθε δραστηριότητας και
του κάθε τομέα της ζωής. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει κάποια τέχνη της
ανθρώπινης συμπεριφοράς ανάλογη με τη δεξιοτεχνία στη ρητορική. Υπάρχει όμως
αυτό που λέγεται αρετή και η αρετή είναι μια γενική ικανότητα, ολόκληρης της
ψυχής η οποία οδηγεί σε μια ισορροπία και σε μια αρμονία όλων των
δραστηριοτήτων της.
Προκύπτει με βάση αυτή την άποψη ότι η γνώση που είναι απαραίτητη για την αρετή
δεν είναι μια ειδική και επαγγελματική γνώση η οποία μπορεί να αποκτηθεί μόνο
μέσω ειδικής διδασκαλίας. Ο Σωκράτης δεν πίστευε ότι
η αρετή απαιτούσε μια νέα, ιδιάζουσα και εσωτερική ουσία γνώσης, διαφορετικού
χαρακτήρα από την ουσία της γνώσης που είχαν οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Δεν
ισχυριζόταν ότι θα δίδασκε στους ανθρώπους τη γνώση των πραγμάτων που ανήκουν
στη «φύση», προκειμένου να απορρίψουν με βάση αυτή τη γνώση τα πράγματα που
ανήκαν στο «νόμο». Ο Σωκράτης πίστευε
ακράδαντα στο νόμο, αλλά υπήρχε και ένας βαθύτερος λόγος για το ότι αρνείτο
να πιστέψει ότι η αρετή αποτελείτο από κάποια νέα ουσία γνώσης. Αυτός ο
βαθύτερος λόγος βρίσκεται στην πεποίθηση
του ότι αυτό που είχε σημασία δεν είναι τόσο το τι γνωρίζεις όσο ο τρόπος με
τον οποίο το γνωρίζεις. Δεν ήθελε
τόσο τη γνώση νέων πραγμάτων, όσο έναν νέο τρόπο γνώσης παλαιών πραγμάτων – όχι
τόσο τη γνώση μιας «φύσης» διαφορετικής από τον συνηθισμένο κόσμο, όσο τη γνώση του ίδιου του συνηθισμένου κόσμου
υψωμένη σε μια νέα δύναμη και μεταφρασμένη σε μια νέα αξία λόγω του ότι ήταν
μια γνώση του λόγου για τον οποίο ο κόσμος ήταν όπως ήταν. Αποδέχθηκε την
ηθική της σύμβασης, αλλά επιδίωξε να την κάνει υψηλότερη με το να κάνει τους
ανθρώπους να δουν τον λόγο ύπαρξης της και την «ιδέα» πάνω στην οποία
στηρίζονταν. Αυτό μας φέρνει πίσω στη
διδασκαλία του των δυο γνώσεων, την οποία μπορούμε να δούμε τώρα σε όλες
της τις συνέπειες. Η γνώση που συνήθως διαθέτουν οι άνθρωποι δεν είναι καθόλου
γνώση αλλά γνώμη (δόξα). Γνωρίζουν πράγματα υπό την έννοια ότι συχνά τα έχουν
ακούσει να λέγονται, αλλά δεν τα γνωρίζουν υπό τη μόνη έννοια με την οποία
μπορούμε να μιλάμε για γνώση (επιστήμη): Δεν τα γνωρίζουν ως προϊόντα κάποιας
αιτίας και σε σχέση με την αιτία από την οποία έχουν παραχθεί. Γνωρίζουν, υπό
την έννοια ότι το έχουν ακούσει, ότι θα πρέπει να είναι εγκρατείς, αλλά στην
πραγματικότητα δεν το γνωρίζουν, επειδή δεν γνωρίζουν το γιατί θα πρέπει να
είναι εγκρατείς. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τον θεμελιώδη λόγο για τον οποίο ο
Σωκράτης επιθυμούσε μια τελεολογική εξήγηση των πραγμάτων. Η γνώση -τουλάχιστον
η γνώση που είχε σημασία- ήταν δυνατή μόνο μέσω μιας τέτοιας εξήγησης.
Αν η αρετή είναι γνώση και υπάρχουν δυο είδη γνώσης,
τότε θα πρέπει επίσης να υπάρχουν και δύο είδη αρετής. Αυτό πίστευε ο Σωκράτης. Υπάρχει η αρετή που βασίζεται στη γνώμη και η υπάρχει η αρετή που
βασίζεται στη γνώση. Η γνώμη είναι
επισφαλής∙ μπορεί να ξεχαστεί ή να μεταβληθεί λόγω κάποιας
καινούριας εντύπωσης∙ και η αρετή που
βασίζεται στη γνώμη είναι εξίσου επισφαλής. Η γνώση είναι ασφαλής, επειδή βασίζεται στη λογική αναφορά, σε μια
αιτία∙ και η αρετή που βασίζεται στη γνώση είναι εξίσου
ασφαλής. Η αρετή που βασίζεται στη γνώμη
είναι θέμα συνήθειας (έθος), ενώ η αρετή που βασίζεται στη γνώση είναι
θέμα πειστικών επιχειρημάτων και οξυδέρκειας (φρόνησις). Η μια είναι
η κοινή αρετή, η άλλη είναι η φιλοσοφική αρετή. Παρότι όμως αυτές οι δυο μπορεί
να αντιδιασταλούν η μία προς την άλλη, δεν
θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι δύο είναι μορφές αρετής. Και οι δύο έχουν
το ίδιο περιεχόμενο και η μεταξύ τους διαφορά συνίσταται μόνο σε μια διαφορά
αντίληψης αυτού του περιεχομένου. Σε ότι αφορά στο περιεχόμενο η κοινή αρετή
είναι πραγματική αρετή. Και ο Σωκράτης, όπως έχουμε δει, ποτέ δεν επεδίωξε να
ριζοσπαστικοποιήσει αυτό το περιεχόμενο ή να υποκαταστήσει την υφιστάμενη ουσία
του ήθους με μια νέα. Η αντίρρησή του
προς το συμβατικό ήθος στη συνηθισμένη του μορφή δεν ήταν ότι βασιζόταν σε
λανθασμένες αρχές, αλλά στο ότι της έλλειπε η οποιαδήποτε συνείδηση των αρχών πάνω στις οποίες στηριζόταν –
αρχές στις οποίες ο ίδιος θεωρούσε ως απολύτως αληθινές από μόνες τους. Επειδή δεν υπήρχε αυτή η συνείδηση, το
συνηθισμένο ήθος είχε δυο ελαττώματα. Καθώς προέκυπτε όχι από την κατανόηση
των αρχών αλλά από το ευτύχημα της φυσικής προδιάθεσης ή την ανατροφή που κατά
τύχη δόθηκε, ήταν επιρρεπές σε εξαφάνιση
μέσα σε ένα νέο περιβάλλον∙ ήταν ανίκανο να ανταποκριθεί σε νέες και άνευ προηγουμένου απαιτήσεις.
Επίσης -και αυτό ήταν ένα ακόμη μεγαλύτερο ελάττωμα- δεν μπορούσε να μεταδοθεί.
Η αρετή που στηρίζεται σε αρχές
επιδέχεται κάποιο ορισμό αυτών των αρχών και κάποιος μπορεί να μεταδώσει και να
διδάξει κάτι το οποίο μπορεί να περιληφθεί σε ένα γενικά ορισμό. Ο Σωκράτης
κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να επιτύχει τέτοιους ορισμούς∙ οι ορισμοί αποτελούσαν το αντικείμενο της διαλεκτικής
και των ερωτήσεών του, και ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε αυτόν ως τον πρώτο που
εισήγαγε γενικούς ορισμούς. Με αυτή
ακριβώς την έννοια ήταν ηθικός δάσκαλος ο Σωκράτης. Και ακριβώς επειδή
επεδίωκε να είναι ηθικός δάσκαλος, ήταν
ανικανοποίητος από την αρετή η οποία, καθώς δεν στηριζόταν σε καμία αρχή και
δεν ήταν κατανοητή με κανέναν ορισμό, δεν μπορούσε να διδαχθεί.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι
τόσο στην ηθική όσο και στην πολιτική ο Σωκράτης ήταν νοησιαρχικός στοχαστής. Ο Ηράκλειτος κάποτε είχε πει «έχω ερευνήσει μέσα μου». Αυτό που επιθυμούσε ο Σωκράτης ήταν αυτού του είδους η έρευνα
και η ειδικευμένη καθοδήγηση της ζωής του θα ήταν βασισμένη σε αυτή.
Πληροφορούμαστε ότι ήταν αντίθετος προς την κλήρωση, επειδή άνοιγε τον δρόμο
εξίσου στους ανίκανους όσο και στους ικανούς. Ήταν αντίθετος προς την εξουσία
μιας κυρίαρχης Εκκλησίας στην οποία ο γανωματής και ο ράφτης, μπαλωματής και ο
υφαντουργός είχαν ίση φωνή στις δημόσιες υποθέσεις με αυτούς που πράγματι
καταλάβαιναν κάτι από την τέχνη της πολιτικής. Επέκρινε επίσης, απ’ ότι
μπορούμε να συμπεράνουμε από τον Μένωνα και τον Γοργία, τους Αθηναίους
πολιτικούς που καθοδηγούσαν την Εκκλησία. Στην καλύτερη, όπως πληροφορούμαστε
από τον Μένωνα, έχουν κάποιο πολιτικό αισθητήριο, αλλά δεν μπορούν να το
μεταδώσουν στους γιους ή στους διαδόχους τους. Στη χειρότερη περίπτωση, όπως
συμπεραίνουμε από τον Γοργία, είναι κακοί ποιμένες που γεμίζουν την πόλη με
«λιμάνια και αποβάθρες και τείχη και έσοδα», επιζητούν τη δημοτικότητα
κολακεύοντας τον λαό, αλλά ξεχνούν τα όσα έχουν να κάνουν με τη δικαιοσύνη και
τη μετριοπάθεια. Σε αντιδιαστολή προς όλα αυτά, ο Σωκράτης δίδαξε την ανάγκη για ειδικευμένη γνώση, βασισμένη σε
θεμελιώδεις αρχές, προκειμένου να διεξαχθούν οι δημόσιες υποθέσεις. Εδώ
μπορούμε να δούμε το σπέρμα της διδασκαλίας της εξειδίκευσης που παρουσιάζει
λεπτομερώς ο Πλάτων στην Πολιτεία. Ανάμεσα σε αυτούς για τους οποίους
αναφέρεται ότι ενίοτε παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του Σωκράτη υπάρχουν
ορισμένοι που ακολούθησαν την καριέρα του επαγγελματία στρατιώτη και μπορεί να
ειπωθεί ότι η ανάγκη για ένα σύστημα επαγγελματισμού βασισμένο στην
επιστημονική γνώση ήταν η κεντρική ιδέα διαλέξεων τις οποίες τέτοιοι άνδρες θα
άκουγαν με χαρά.
Ως προς το δόγμα του
επαγγελματισμού στην πολιτική ο Σωκράτης ταυτιζόταν με τους Σοφιστές, παρότι
είναι προφανές από όσα έχουμε ήδη δει, ότι η
εκπαίδευση που εκείνος επιθυμούσε για το επάγγελμα της πολιτικής προχωρούσε πιο
πέρα από αυτήν των Σοφιστών και συνίστατο σε ένα είδος φιλοσοφικής παιδείας που
θα κατέληγε σε μια σταθερή κατανόηση των θεμελιωδών αρχών της πολιτικής.
Συμπεραίνουμε ότι εδώ ο Σωκράτης χρησιμοποιούσε
συχνά την αναλογία των τεχνών.
Αν η αρετή δεν ήταν τέχνη
αλλά κάτι υψηλότερο και καθολικότερο, τουλάχιστον η πολιτική θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τέχνη και θα πρέπει να απαιτηθεί
από τον πολιτικό να περάσει εκπαίδευση και να «μαθητεύσει» ακριβώς όπως ο
τεχνίτης. Όμως δεν θα πρέπει να
ταυτίσουμε πλήρως τον πολιτικό με τον τεχνίτη. Εφόσον τα σχετικά με τη
δικαιοσύνη και την εγκράτεια ήταν φροντίδα του πολιτικού, σε τελική ανάλυση το πρώτο που θα έπρεπε να διαθέτει αυτός
ήταν μια αληθινή και φιλοσοφική έννοια της αρετής και ο Σωκράτης δίδασκε πάντα
ότι αυτό ήταν θέμα που αφορούσε κάτι ανώτερο από μια τέχνη. […]
Αν και ήταν νοησιαρχικός, μερικές είχε και στοιχεία
μυστικιστικά. Διακήρυσσε ότι η οι
άνθρωποι έπρεπε να καθοδηγούν τις ζωές τους με βάση μια έλλογη κατανόηση των
αρχών, αλλά η δική του ζωή συχνά καθοδηγείτο από κάτι τελείως διαφορετικό. Έχουμε
ήδη δει ότι η φωνή του μαντείου των
Δελφών τον μετέστρεψε στην ηθική φιλοσοφία και ότι ο ίδιος πίστευε ότι
δελφικός θεός του είχε αναθέσει μια αποστολή. Μαθαίνουμε επίσης από τον Πλάτωνα
ότι μερικές φορές έπεφτε σε έκσταση
και πληροφορούμαστε τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τον Ξενοφώντα ότι είχε μια εσωτερική φωνή (το δαιμόνιον), της οποίας την καθοδήγηση
συχνά ακολουθούσε. Έχει επισημανθεί ότι η ιστορία
της εσωτερικής φωνής υποδηλώνει ότι υπήρχε κάποιο μειονέκτημα στη φιλοσοφία της
δράσης του Σωκράτη. Και πράγματι, αν εξετάσουμε προσεκτικά αυτή τη φιλοσοφία,
θα διαπιστώσουμε ότι κατά μια έννοια δεν μας πηγαίνει πολύ μακριά. Ο Σωκράτης
κήρυξε την κυριαρχία της αληθινής γνώσης·
δεν εξήγησε τη φύση των αρχών σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να ενεργεί η αληθινή
γνώση. Σίγουρα κατέστησε κριτήριο του
καλού και του κακού την παρουσία ή την απουσία ορθολογικού σκοπού και αυτό τον
έκανε να πιστέψει ότι οι κακές πράξεις, καθώς είναι κακές λόγω ελλείψεως
σκοπού, ήταν ακούσιες και συνεπώς κανένας άνθρωπος δεν ήταν εσκεμμένα κακός.
[…]
Αν αποδώσουμε στον ίδιο τον Σωκράτη την ηθική
διδασκαλία της Πολιτείας του Πλάτωνα,
ο στόχος θα συνίσταται στην αρμονία της ψυχής, χάρη στην οποία το κάθε στοιχείο της ψυχής εκτελεί δεόντως τη
λειτουργία που του έχει ανατεθεί. […] Αν
πάλι ακολουθήσουμε τον Ξενοφώντα, ο στόχος συνίσταται στη χρησιμότητα και ο
ορθολογικός σκοπός εκ φύσεως θα κατευθύνεται προς κάτι χρήσιμο. Τι είναι όμως
η χρησιμότητα; […] δύσκολα θα βρούμε απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα στον
Ξενοφώντα και, αν βρίσκαμε, δύσκολα θα μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι ότι
αντιπροσωπεύουν τη γνώμη του Σωκράτη. […]
Ernest Barker: Ο Πολιτικός Στοχασμός Στην Αρχαία Ελλάδα. ΟΠλάτων Και Οι Καταβολές Του
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑ, 2007 (σελ.
196-207)