Το έργο του
Δαρβίνου δεν περιορίστηκε στη βιολογία. Ήδη το 1837, όταν είχε μόλις σκιαγραφήσει
αδρά τη θεωρία του για την καταγωγή των ειδών, έγραψε στο σημειωματάριο του την
ακόλουθη σημαντική παρατήρηση: «Η θεωρία μου θα οδηγήσει σε μία νέα φιλοσοφία».
Αυτό πράγματι έκανε. Εισάγοντας την ιδέα
της εξέλιξης στη μελέτη της οργανικής ζωής, άνοιξε μία νέα εποχή στη φιλοσοφία
και το μετέπειτα σκιαγράφημά του για την ανάπτυξη της ηθικής αίσθησης άνοιξε
μία νέα σελίδα στην ηθική. [...] Έτσι, έγινε
ένας από τους ιδρυτές των ηθικών σχολών, μαζί με τον Χιούμ, τον Χομπς ή τον
Καντ.
Εύκολα
μπορούμε να συνοψίσουμε τις καθοδηγητικές
ιδέες της ηθικής του Δαρβίνου. Στην πρώτη κιόλας πρόταση του δοκιμίου του
διατυπώνει σαφώς την επιδίωξή του. Αρχίζει
επαινώντας την αίσθηση του καθήκοντος, που την χαρακτηρίζει με τα
πασίγνωστα ποιητικά λόγια: «Καθήκον!
Θαυμάσια σκέψη που δεν λειτουργεί από στοργή, ούτε από κολακεία, ούτε με
οποιαδήποτε απειλή...» κτλ. Επιχειρεί να εξηγήσει αυτή την αίσθηση του
καθήκοντος, ή ηθική συνείδηση, «αποκλειστικά από τη σκοπιά της φυσικής
ιστορίας» -μία εξήγηση, προσθέτει, την οποία κανένας άγγλος συγγραφέας δεν είχε
ως τότε επιχειρήσει να δώσει.
Το να αποκτά το
κάθε άτομο ξεχωριστά στο διάβα της ζωής του την ηθική αίσθηση, το θεωρεί φυσικά «εξαιρετικά απίθανο
υπό το πρίσμα της γενικής θεωρίας της εξέλιξης»· και αντλεί την αίσθηση αυτή από το κοινωνικό αίσθημα που είναι
ενστικτώδες ή έμφυτο στα κατώτερα ζώα, πιθανόν και στον άνθρωπο (σ.
150-51). Ο Δαρβίνος θεωρεί γνήσιο
θεμέλιο όλων των ηθικών αισθημάτων «τα κοινωνικά ένστικτα που οδηγούν το ζώο να
απολαμβάνει τη συντροφιά των συντρόφων του, να νιώθει γι’ αυτούς μια κάποια
συμπάθεια και να εκτελεί γι’ αυτούς διάφορες υπηρεσίες»· η συμπάθεια
λαμβάνεται εδώ με την ακριβή της έννοια: όχι ως αίσθημα λύπης για τον άλλο ή
«αγάπης», αλλά ως «αίσθημα συντροφικότητας» ή «αμοιβαίας ευαισθησίας», με την
έννοια της ικανότητας να επηρεαζόμαστε από τα αισθήματα ενός άλλου.
Αυτή
είναι η πρώτη πρόταση του Δαρβίνου· η δεύτερη είναι ότι μόλις οι νοητικές ικανότητες ενός είδους φτάσουν σε υψηλή ανάπτυξη,
όπως στον άνθρωπο, θα αναπτυχθεί αναγκαστικά και το κοινωνικό ένστικτο. Αν
δεν αναπτύξουμε αυτό το ένστικτο, το άτομο οπωσδήποτε θα νιώθει μία αίσθηση
ανικανοποίησης, ή και αθλιότητας, όποτε [το άτομο], αναλογιζόμενο τις
παρελθούσες πράξεις του, βλέπει ότι, σε ορισμένες απ' αυτές, «το ανθεκτικό και
πάντα παρόν κοινωνικό ένστικτο είχε υποχωρήσει εμπρός σε ένα άλλο ένστικτο,
τότε ισχυρότερο, αλλά που δεν ήταν ανθεκτικό στον χρόνο ούτε άφηνε πίσω του μία
πολύ ζωηρή εντύπωση».
Έτσι,
για τον Δαρβίνο, η ηθική αίσθηση δεν
είναι ένα μυστηριώδες δώρο άγνωστης προέλευσης, όπως ήταν για τον Καντ.
Λέει: «Οποιοδήποτε ζώο, προικισμένο με εμφανή κοινωνικά ένστικτα, στα οποία
περιλαμβάνονται η αγάπη του πατέρα και των παιδιών, θα αποκτήσει αναπόφευκτα
μία ηθική αίσθηση ή συνείδηση («γνώση του καθήκοντος», κατά Καντ), μόλις οι
διανοητικές του δυνάμεις αναπτυχθούν όσο, ή σχεδόν όσο, του ανθρώπου» (κεφ. 4,
σ. 149-150).
Στις δύο αυτές
θεμελιώδεις προτάσεις ο Δαρβίνος προσθέτει δύο δευτερεύουσες. Αφού αποκτηθεί η
ομιλούμενη γλώσσα, ώστε να μπορούν να εκφραστούν οι επιθυμίες της κοινότητας, «η κοινή άποψη για το πώς πρέπει να ενεργεί
το κάθε μέλος για το κοινό καλό θα γίνει φυσικά, σε καθοριστικό βαθμό, ο οδηγός
της δράσης». Εν τούτοις, το
αποτέλεσμα της δημόσιας επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας εξαρτάται αποκλειστικά
από την ανάπτυξη της αμοιβαίας συμπάθειας. Επειδή ακριβώς αισθανόμαστε
συμπάθεια για τους άλλους, επιδοκιμάζουμε τις απόψεις τους· και η κοινή γνώμη
ενεργεί προς μία ηθική κατεύθυνση μόνον όπου το κοινωνικό ένστικτο είναι αρκετά
ισχυρά αναπτυγμένο.
[…]
Τέλος, ο Δαρβίνος αναφέρει και τη
συνήθεια/έξη ως ισχυρό παράγοντα που διαμορφώνει τη στάση μας απέναντι στους
άλλους. Αυτή ενισχύει το κοινωνικό ένστικτο και την αμοιβαία συμπάθεια,
καθώς και την υπακοή στην κρίση της κοινότητας.
Αφού
έτσι εξέφρασε την ουσία των απόψεών του στις τέσσερις αυτές προτάσεις, ο
Δαρβίνος τις αναπτύσσει περαιτέρω. Εξετάζει πρώτα την κοινωνικότητα στα ζώα, την αγάπη τους για τη συντροφιά και την αθλιότητα
που αισθάνεται το καθένα όταν μένει μόνο του· τη συνεχή τους κοινωνική
συναναστροφή· τις αμοιβαίες τους προειδοποιήσεις και τις υπηρεσίες που
προσφέρουν το ένα στο άλλο στο κυνήγι και στην αυτοάμυνα. Λέει: «Είναι βέβαιο ότι τα συνεργαζόμενα ζώα έχουν
ένα αίσθημα αγάπης το ένα για το άλλο, που δεν το αισθάνονται τα μη-κοινωνικά
ενήλικα ζώα». Ίσως να μην αισθάνονται και μεγάλη συμπάθεια το ένα για τις
απολαύσεις του άλλου· αλλά περιπτώσεις συμπάθειας στη δυστυχία ή στον κίνδυνο
του άλλου είναι μάλλον κοινές, και ο Δαρβίνος παραθέτει λίγα εντυπωσιακότατα
παραδείγματα. Ορισμένα, όπως ο τυφλός πελεκάνος του Στάνσμπερυ ή ο τυφλός
αρουραίος, που και τους δύο τούς ταΐζουν οι σύντροφοί τους, έχουν γίνει πια
κλασικά. Και συνεχίζει ο Δαρβίνος: «Επιπλέον,
εκτός από αγάπη και συμπάθεια, τα ζώα εκδηλώνουν και άλλες ιδιότητες που
συνδέονται με κοινωνικά ένστικτα τα οποία σε εμάς θα τα ονομάζαμε ηθικά»,
και δίνει λίγα παραδείγματα της ηθικής αίσθησης στα σκυλιά και στους ελέφαντες.
[…]
Εξετάζοντας
κατόπιν την ανθρώπινη ηθική, ο
Δαρβίνος επισημαίνει ότι, αν και ο
άνθρωπος, όπως είναι τώρα, έχει μόνο λίγα κοινωνικά ένστικτα, είναι εν τούτοις
κοινωνικό ον που πρέπει να έχει διατηρήσει από πολύ παλιά μια κάποια ενστικτώδη
αγάπη και συμπάθεια για τους συντρόφους του. Τα αισθήματα αυτά ενεργούν ως
ενορμησιακό ένστικτο, που υποβοηθείται από τη λογική, την πείρα και την
επιθυμία για έγκριση. Και καταλήγει: «Έτσι, τα κοινωνικά ένστικτα, που πρέπει να απέκτησε ο άνθρωπος σε πολύ
ακατέργαστη κατάσταση, και πιθανόν κατείχαν ως και οι πιθηκοειδείς του
πρόγονοι, δίνουν ακόμη την ώθηση για ορισμένες από τις καλύτερες πράξεις του».
Τα υπόλοιπα είναι αποτέλεσμα της σταθερά αυξανόμενης νοημοσύνης του και της συλλογικής
εκπαίδευσης. [...]
Έτσι,
είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι, ενώ οι διαφορές ανάμεσα στην ηθική της μέλισσας και του ανθρώπου οφείλονται
σε μία βαθιά διαφορά στη φυσιολογία, οι εντυπωσιακές ομοιότητες ανάμεσα στους
δύο σε άλλα ουσιώδη χαρακτηριστικά δείχνουν μία κοινή προέλευση.
Έτσι,
ο Δαρβίνος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι
το κοινωνικό ένστικτο είναι η κοινή πηγή από την οποία έρχεται όλη η ηθική-
και επιχείρησε να ορίσει επιστημονικά το ένστικτο. […] σε άλλα σημεία ο Δαρβίνος επισήμανε ότι το κοινωνικό
ένστικτο είναι ένα ξεχωριστό ένστικτο, που διαφέρει από τα άλλα, ένα ένστικτο
που έχει αναπτυχθεί με φυσική επιλογή ως αυτοσκοπός, καθώς ήταν χρήσιμο για
την ευζωία και τη διατήρηση του είδους. Είναι
τόσο θεμελιώδες, ώστε όταν εναντιώνεται σε ένα άλλο ένστικτο, ακόμη και σε ένα
τόσο ισχυρό όπως η προσκόλληση των γονέων στα παιδιά τους, συχνά υπερτερεί.
Τα πτηνά, λόγου χάρη, όταν έρθει ο καιρός για τη φθινοπωρινή τους αποδημία, θα
αφήσουν πίσω τα τρυφερά μικρά τους (της δεύτερης φουρνιάς) που δεν έχουν ακόμη
δυναμώσει αρκετά για μία πτήση μεγάλης διαρκείας και θα ακολουθήσουν τους
συντρόφους τους. […]
Το πιο σημαντικό
στην περί ηθικής θεωρία του Δαρβίνου είναι φυσικά η εξήγηση που έδωσε για την
ηθική συνείδηση του ανθρώπου, την αίσθηση του καθήκοντος και τις τύψεις
συνείδησης.
Στο σημείο αυτό σκόνταφταν ανέκαθεν όλες οι ηθικές θεωρίες. Ως γνωστόν, ο Καντ απέτυχε,
στο κατά τα άλλα εξαίρετο βιβλίο του περί ηθικής, να εξηγήσει γιατί έπρεπε όλοι
να υπακούουν στην «κατηγορική επιταγή» του - αυτό γινόταν μόνον αν το επιθυμούσε
μία ανώτερη δύναμη. Μπορούμε πιθανόν να δεχθούμε ότι ο «ηθικός νόμος» του Καντ,
αν λίγο αλλάξουμε τη διατύπωσή του διατηρώντας το πνεύμα του, είναι κάτι στο
οποίο αναγκαστικά καταλήγει η ανθρώπινη λογική. Δεν δεχόμαστε, βέβαια, τη
μεταφυσική μορφή που του έδωσε ο Καντ- αλλά, εν τέλει, η ουσία, την οποία
δυστυχώς δεν διατύπωσε ο Καντ, είναι η ισοτιμία, η δικαιοσύνη. Αν μεταφράσουμε
τη μεταφυσική γλώσσα του Καντ στη γλώσσα της επαγωγικής επιστήμης, πιθανόν θα
βρούμε σημεία επαφής ανάμεσα στη σύλληψή του για την προέλευση του ηθικού νόμου
και στην άποψη του φυσιοδίφη για την προέλευση της ηθικής αίσθησης. Αλλά αυτό
είναι μόνο το μισό πρόβλημα. Έστω, για να κάνουμε συζήτηση, ότι ο καντιανός
«καθαρός Λόγος», ανεξάρτητος από κάθε παρατήρηση, συναίσθημα και ένστικτο, αλλά
εξ αιτίας των εγγενών ιδιοτήτων του, πρέπει αναπόφευκτα να φτάσει να διατυπώσει
έναν νόμο της δικαιοσύνης παρόμοιο με την «κατηγορική επιταγή» του Καντ, και αν
ακόμη δεχθούμε ότι καμία συλλογιστική δεν θα φτάσει ποτέ σε οποιοδήποτε άλλο
συμπέρασμα, επειδή τέτοιες είναι οι εγγενείς ιδιότητες του Λόγου -αν τα
δεχθούμε όλα αυτό και αν αναγνωρίσουμε πλήρως τον εξυψωτικό χαρακτήρα της
ηθικής φιλοσοφίας του Καντ, το μεγάλο
ερώτημα όλης της ηθικής παραμένει, εν τούτοις, ακέραιο: «Γιατί να υπακούει ο άνθρωπος στον ηθικό
νόμο (ή βασική αρχή) τον οποίο διατύπωσε ο Λόγος του;» Ή τουλάχιστον: «Από
πού έρχεται αυτό το αίσθημα υποχρέωσης το οποίο συνειδητοποιούν οι άνθρωποι;»
Αρκετοί
κριτικοί της ηθικής φιλοσοφίας του Καντ έχουν ήδη επισημάνει ότι άφησε
αναπάντητο το μεγάλο αυτό θεμελιώδες ερώτημα. Αλλά θα μπορούσαν πιθανόν να προσθέσουν
ότι και ο ίδιος ο Καντ αναγνώρισε την
αδυναμία του να το απαντήσει. Αφού σκέφτηκε εντατικά το ζήτημα και έγραφε γι'
αυτό επί τέσσερα χρόνια, παραδέχθηκε στο βιβλίο του -που για άγνωστο λόγο
έχει γενικά παραμεληθεί- Φιλοσοφική
θεωρία της Θρησκείας (Πρώτο μέρος, «Για το ριζικό κακό της ανθρώπινης
φύσης», που δημοσιεύτηκε το 1792) ότι
αδυνατούσε να εξηγήσει την προέλευση του ηθικού νόμου. Πράγματι, παράτησε το
όλο πρόβλημα, αναγνωρίζοντας πως είναι «ακατανόητη η ικανότητα αυτή, που
φαίνεται πως έχει θεϊκή προέλευση». Η ακατανοητότητα αυτή, έγραψε, πρέπει να
ενθουσιάζει το πνεύμα του ανθρώπου και να του δίνει δύναμη για οποιεσδήποτε
θυσίες ενδέχεται να του επιβάλλει η μέριμνα για το καθήκον του. Μία τέτοια
απόφαση, έπειτα από τέσσερα χρόνια σκέψης, ισοδυναμεί με πλήρη εγκατάλειψη του
προβλήματος από τη φιλοσοφία και παράδοσή του στα χέρια της θρησκείας.
Αφού
η ενορατική φιλοσοφία αναγνώρισε έτσι την αδυναμία της να λύσει το πρόβλημα, ας δούμε πώς το έλυσε ο Δαρβίνος από τη
σκοπιά του φυσιοδίφη. Ιδού, είπε, ένας άνθρωπος που υπάκουσε στο αίσθημα της
αυτοπροστασίας και δεν διακινδύνευσε τη ζωή του για έναν συνάνθρωπό του- ή
έκλεψε φαγητό λόγω πείνας. Και στις δύο περιπτώσεις υπάκουσε σε ένα τελείως
φυσικό ένστικτο, οπότε το ερώτημα είναι: Γιατί νιώθει στενόχωρα; Γιατί σκέφτεται
ότι θα έπρεπε να είχε υπακούσει σε ένα άλλο ένστικτο και να είχε ενεργήσει
διαφορετικά; Επειδή, απαντά ο Δαρβίνος, στην
ανθρώπινη φύση «τα πιο ανθεκτικά κοινωνικά ένστικτα κατανικούν τα λιγότερο επίμονα
ένστικτα». Η ηθική συνείδηση,
συνεχίζει ο Δαρβίνος, έχει πάντα
αναδρομικό χαρακτήρα· μιλά μέσα μας όταν σκεφτόμαστε τις παρελθούσες
πράξεις μας- και είναι το αποτέλεσμα του
αγώνα στον οποίο το λιγότερο επίμονο, το λιγότερο διαρκές ατομικό ένστικτο
υποχωρεί μπρος στο πιο ανθεκτικό κοινωνικό ένστικτο. Στα ζώα που πάντα ζουν
σε κοινωνία, «τα κοινωνικά ένστικτα είναι πάντα παρόντα και επίμονα». Τέτοια
ζώα είναι πάντα έτοιμα να υπερασπιστούν μαζί με τα άλλα την ομάδα και να
αλληλοβοηθηθούν με διάφορους τρόπους. Αισθάνονται άσχημα, αν χωριστούν από τα
άλλα. Το ίδιο ισχύει για τον άνθρωπο: «Ένας άνθρωπος που δεν θα κατείχε καθόλου
αυτά τα ένστικτα, θα ήταν τέρας».
Από την άλλη, η
επιθυμία του ανθρώπου να κορέσει την πείνα του ή να αφεθεί στην οργή του ή να
διαφύγει τον κίνδυνο ή να σφετεριστεί τα κτήματα ενός άλλου, είναι εκ φύσεως
προσωρινή.
Η ικανοποίηση εδώ είναι πάντα
ασθενέστερη από την επιθυμία. Όταν την σκεφτόμαστε αφού την ικανοποιήσουμε,
δεν μπορούμε να την ξαναζωντανέψουμε με την ένταση που είχε πριν την
ικανοποιήσουμε. Συνεπώς, αν ένας άνθρωπος, για να ικανοποιήσει μία τέτοια
επιθυμία, ενέργησε αντίθετα προς το κοινωνικό του ένστικτο, και έπειτα
αναστοχάζεται την πράξη του -πράγμα που κάνουμε διαρκώς- θα οδηγηθεί «να
συγκρίνει τις εντυπώσεις της παρελθούσας πείνας, της ικανοποιηθείσης εκδίκησης
ή του κινδύνου που διέφυγε σε βάρος άλλων, με το σχεδόν μονίμως παρόν ένστικτο
της συμπάθειας και με την πρότερη γνώση τού τι θεωρούν 01 άλλοι αξιέπαινο ή
μεμπτό». Από τη στιγμή που θα κάνει αυτή τη σύγκριση, θα νιώθει «σαν να είχε
υποχωρήσει ακολουθώντας ένα παροδικό ένστικτο ή συνήθεια, και αυτό προκαλεί σε
όλα τα ζώα δυσφορία και στον άνθρωπο έως αθλιότητα».
Κατόπιν ο Δαρβίνος
δείχνει πώς τα κεντρίσματα μίας τέτοιας συνείδησης, η οποία πάντα «κοιτάζει
πίσω και χρησιμεύει ως οδηγός για το μέλλον», ενδέχεται στην περίπτωση του ανθρώπου να πάρουν τη μορφή ντροπής,
λύπης, μεταμέλειας ή και άγριας τύψης, αν το αίσθημα ενισχυθεί από τη σκέψη
για το πώς θα τον κρίνουν εκείνοι τους οποίους συμπαθεί. Σταδιακά, η συνήθεια
θα αυξήσει αναπόφευκτα τη δύναμη αυτής της συνείδησης στις πράξεις του
ανθρώπου, ενώ συγχρόνως θα τείνει να εναρμονίζει ολοένα περισσότερο τις
επιθυμίες και τα πάθη του ατόμου με τις κοινωνικές του συμπάθειες και
ένστικτα». Η βασική δυσκολία, κοινή σε όλα τα συστήματα ηθικής φιλοσοφίας, είναι
να ερμηνεύσουμε τα πρώτα σπέρματα της αίσθησης του καθήκοντος και να εξηγήσουμε
γιατί το ανθρώπινο μυαλό πρέπει αναγκαστικά να φτάσει στη σύλληψη του
καθήκοντος. Αν εξηγηθεί αυτό, η συσσωρευμένη
πείρα της κοινότητας και η συλλογική της νοημοσύνη αναλαμβάνουν τα
υπόλοιπα.
Έτσι
έχουμε, στον Δαρβίνο για πρώτη φορά, μία
ερμηνεία της αίσθησης του καθήκοντος σε φυσιοκρατική βάση. Η αλήθεια είναι
ότι εναντιώνεται στις κρατούσες ιδέες για τη ζωική και την ανθρώπινη φύση- αλλά
είναι σωστή. Σχεδόν όλοι όσοι έγραψαν για την ηθική έχουν έως τώρα βασιστεί στο
αναπόδεικτο αξίωμα ότι το ισχυρότερο ένστικτο από όλα στον άνθρωπο, και ακόμη
περισσότερο στα ζώα, είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που, εξ αιτίας μίας
κάποιας ασάφειας στην ορολογία μας, έχει ταυτιστεί με την αυτοεπιβεβαίωση ή με τον
καθαυτό εγωισμό. Συνέλαβαν το ένστικτο αυτό ως ένστικτο που περιλαμβάνει, αφ'
ενός, πρωταρχικές ενορμήσεις όπως η αυτοάμυνα, η αυτοσυντήρηση και η
ικανοποίηση της πείνας, και, αφ' ετέρου, ορισμένα παράγωγα συναισθήματα όπως το
πάθος για κυριαρχία, η πλεονεξία, το μίσος, η επιθυμία για εκδίκηση κτλ. Αυτό
το μείγμα, αυτό το συνονθύλευμα των ενστίκτων και συναισθημάτων στα ζώα και
στους σύγχρονους πολιτισμένους ανθρώπους, το παρέστησαν ως πανίσχυρη και
κατακυριευτική δύναμη, που δεν συναντά εναντίωση στη ζωική και στην ανθρώπινη
φύση, με εξαίρεση ένα κάποιο αίσθημα καλοσύνης ή οίκτου. Αλλά από τη στιγμή που
η φύση όλων των ζώων και του ανθρώπου αναγνωρίστηκε ως τέτοια, η μοναδική
προφανής στάση ήταν να τονίσουν ιδιαίτερα τη μετριαστική επιρροή εκείνων των
ηθικών δασκάλων που απευθύνθηκαν στον οίκτο και δανείστηκαν το πνεύμα της διδασκαλίας
τους από έναν κόσμο που βρίσκεται έξω από τη φύση -έξω και πάνω από τον κόσμο
που είναι προσιτός στις αισθήσεις μας. Και επιχείρησαν να ενισχύσουν την επιρροή
των διδαχών τους με την υποστήριξη μίας υπερφυσικής δύναμης. Αν κάποιος
αρνιόταν να δεχθεί την άποψη αυτή, όπως έκανε ο Χομπς λόγου χάρη, η μόνη
εναλλακτική δυνατότητα ήταν να δώσει ιδιαίτερη σημασία στην εξαναγκαστική δράση
του κράτους, που εμπνέεται από νομοθέτες εξαιρετικής ευφυίας -δηλαδή, απλώς να
αποδώσει την κατοχή της αλήθειας όχι στον ιεροκήρυκα αλλά στον νομοθέτη.
Πιότρ Κροπότκιν - Ηθική. Προέλευση και ανάπτυξη
[Εκδόσεις Νησίδες, 2007, σελ. 40-47]