Ο πρώτος Έλληνας
διανοητής που παρουσίασε μια εμπεριστατωμένη θεωρία για τον χρόνο ήταν ο Πλάτων.
Κατ’ αυτόν, ορισμένα “πράγματα” που σχετίζονται με τον χρόνο βρίσκονται σε
στενή σχέση με ότι βρίσκεται στη διαδικασία του γίγνεσθαι. Όπως παρατήρησε με
οξύνοια ο
F.
M.
Cornford, είμαστε πρόθυμοι να μιλήσουμε
για το γίγνεσθαι ως κάτι που εξελίσσεται στον χρόνο και στο χώρο. Δεν συμβαίνει
το ίδιο με τον Πλάτωνα.
Κατ’ αυτόν,
τα δύο αυτά πράγματα πρέπει να καταταχθούν σε διαφορετικά επίπεδα.
Ο χρόνος περιλαμβάνεται στα θεία πράγματα,
τα οποία είναι αμετάβλητα. Είναι ένα χαρακτηριστικό της παγκόσμιας τάξης
και όχι ένα προϋπάρχον πλαίσιο. Ωστόσο, τα “μέρη του χρόνου” συνδέονται με
πράγματα που υπόκεινται σε γένεση και σε θάνατο.
Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Πλάτωνα, προτού υπάρξουν τα επουράνια, δεν υπήρχαν
χρονικές περιστάσεις, όπως οι ημέρες και οι νύχτες, οι μήνες και τα χρόνια.
Από τεχνική άποψη, αυτά είναι “μέρη του χρόνου” (Τίμαιος, 37e4),
αλλά, παρότι είναι “μέρη” του χρόνου, δεν είναι χρόνος με την αυστηρότερη
έννοια. Μας λέει ακόμη ότι “το ήταν” (το ην) και “το θα είναι” (το έσται) είναι
“είδη του χρόνου” που έχουν γεννηθεί (Τίμαιος,
37e3). Τόσο “το ήταν”
όσο και το “το θα είναι” (όχι “το είναι”) είναι ορθό να αποδίδονται στο
γίγνεσθαι, το οποίο εξελίσσεται στον χρόνο, ενώ δεν είναι ορθό να αποδίδονται στο
αιώνιο ον (αίδιος ουσία). “Το είναι” είναι ορθό να αποδίδεται μόνο στο πρότυπο,
σύμφωνα με το οποίο το σύμπαν (και ο χρόνος) έχει γεννηθεί. Ουσιαστικά, μόνο η
αιώνια πραγματικότητα (το πρότυπο) “είναι”. Με άλλα λόγια, ο χρόνος έχει σχέση
με ότι βρίσκεται στη διαδικασία της γένεσης, εφόσον “το ήταν” και “το θα είναι”
(τα οποία είναι “πραγματωμένα είδη του χρόνου”: χρόνου γεγονότα είδη, Τίμαιος,
37e4) αναφέρονται σε
κινήσεις ή αλλαγές. Όμως ο ίδιος χρόνος
ανήκει σε άλλο επίπεδο πραγματικότητας: στο
επίπεδο που συνδέονται με “αυτό που πάντα υπάρχει”. Αυτό που φαίνεται να προτείνει ο Πλάτων είναι ότι το σύμπαν μας
(μαζί με τις κινήσεις και τις μεταβολές του) και ο χρόνος (ή μάλλον, μερικά μέρη του) βρίσκονται μαζί και σε κάποιο βαθμό, αλληλοεξαρτώνται.
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το τελευταίο σκέλος της
επιχειρηματολογίας με την οποία ο Πλάτων εξηγεί την καταγωγή του κόσμου ή του
σύμπαντος (
κόσμος,
ουρανός). Όπως είναι πολύ γνωστό, ο
Πλάτων προτείνει την πιθανότητα το σύμπαν να έχει δημιουργηθεί ή κατασκευαστεί
από έναν
δημιουργό, δηλαδή έναν
τεχνίτη που λειτουργεί ορθολογικά, βάζοντας τάξη στα υλικά συστατικά, που
υποτίθεται ότι είναι ανοργάνωτα. Ο μύθος της δημιουργίας αρχίζει στο χωρίο 27
d5 του
Τίμαιου, όπου ο Πλάτων κάνει τη βασική του οντολογική διάκριση: από
τη μια μεριά αυτό που πάντοτε υπάρχει και δεν έχει γένεση, και από την άλλη
αυτό που γίνεται (
γιγνόμενον), αλλά
ποτέ δεν είναι (ή υπάρχει) με την αυστηρή έννοια του όρου. Το πρώτο
συλλαμβάνεται ή είναι κατανοητό από τη νόηση (
νόησις), η οποία εμπεριέχει μια λογική εξήγηση (
λόγος). Το δεύτερο είναι αντικείμενο της
γνώμης (
δοξαστόν) και το σχετικό
όργανο είναι η γνώμη (
δόξα), η οποία
συνοδεύεται από την αντίληψη δια των αισθήσεων (
αίσθησις), που, με τη σειρά της, στερείται λογικής εξήγησης. Το
γιγνόμενον υπόκειται σε γένεση, καθώς
και σε θάνατο, αλλά ποτέ δεν παραμένει σταθερό, δηλαδή ποτέ δεν “είναι”
(υπάρχει). Πρόκειται, τηρουμένων των αναλογιών, για τη γνωστή διάκριση του
Πλάτωνα ανάμεσα στα αισθητά πράγματα και σε Ιδέες, όπου φυσικά οι Ιδέες είναι
αυτό που πραγματικά υπάρχει και ούτε γεννάται ούτε πεθαίνει
.
Μετά απ’ αυτό, ο Πλάτων διατυπώνει μια θεμελιώδη φιλοσοφική
αρχή την οποία έκτοτε χρησιμοποίησαν πολλοί άλλοι φιλόσοφοι:
ό,τι γεννάται πρέπει αναγκαστικά να
γεννάται με την επενέργεια κάποιου αιτίου (
Τίμαιος, 28
a4-5)
.
Αν έχουν έτσι τα πράγματα, πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο το σύμπαν (
ουρανός) ή η παγκόσμια τάξη (
κόσμος) (
i) υπήρξε ανέκαθεν ή (
ii) γεννήθηκε. Η εναλλακτική λύση (
i) απορρίπτεται, γιατί το
σύμπαν είναι ορατό και απτό, και ό,τι είναι ταυτόχρονα ορατό και απτό και έχει
μια σωματική διάσταση συλλαμβάνεται από τη γνώμη, η οποία συνεπάγεται και την
αίσθηση. Τα αισθητά όμως πράγματα υπόκεινται σε γένεση και θάνατο. Επομένως, το
σύμπαν (ή αυτή η “παγκόσμια τάξη”) πρέπει να έχει γεννηθεί (
Τίμαιος, 28
b-
c).
Αν όμως ο κόσμος είναι δημιούργημα, βάσει της αρχής ότι
οτιδήποτε γεννάται πρέπει να γεννάται με την επενέργεια κάποιου αιτίου, πρέπει
να υπάρχει κάποιος δημιουργός του. Ο Πλάτων λέει ότι αυτός ο κόσμος (που είναι
ο πιο όμορφος) είναι ένα έργο τέχνης, πλασμένος από τον τεχνίτη (
δημιουργός) που δουλεύει με βάση ένα
αναλλοίωτο πρότυπο, το οποίο και συλλαμβάνεται μέσω μιας λογικής εκτίμησης
.
Για τον λόγο αυτό, συνεχίζει τον συλλογισμό του ο Πλάτων, ο κόσμος αυτός πρέπει
να είναι ένα είδωλο (
εικών) κάποιου
πράγματος. Στην πραγματικότητα, εφόσον ο κόσμος αυτός έχει έναν αριθμό αισθητών
ιδιοτήτων (ουσιαστικά είναι αισθητό αντικείμενο) δεν είναι μια σταθερή
πραγματικότητα. Γι’ αυτό και μπορούμε μόνο αναφερόμαστε σ’ αυτόν
χρησιμοποιώντας την εικοτολογία (
εικότα
λόγον,
Τίμαιος 30
b7˙ βλ. επίσης
εικότα μύθον, 29
d2), έναν λόγο δηλαδή ο οποίος δεν είναι
ακριβής από επιστημονική άποψη. Όμως αυτό που έχει αποφασιστική σημασία στην
ερμηνεία αυτή είναι το γεγονός ότι ο δημιουργός αυτού του σύμπαντος είναι ένα
πραγματικό αίτιο της παγκόσμιας τάξης. Είναι το “άριστο αίτιο” (
ο άριστος των αιτίων, 29
a5), αυτός που δημιουργεί το
σύμπαν αυτό όχι εκ του μηδενός, αλλά από κάποια προϋπάρχουσα αταξία,
ακολουθώντας το αιώνιο πρότυπο, την ομορφιά του οποίου πασχίζει να μιμηθεί στο
δημιούργημά του: σ’ αυτό το σύμπαν, το πιο όμορφο πράγμα από όσα έχουν γίνει (
Τίμαιος, 28
ab, 29
a, 30
a)
.
[…]
Ας επιστρέψουμε τώρα στο ζήτημα του χρόνου. Θέλω να
εστιασθούμε στις σχέσεις που έχει η υποτιθέμενη δημιουργία του σύμπαντος με τον
χρόνο, ώστε να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε καλύτερα αφ’ ενός τον ορθώς διάσημο
ορισμό του χρόνου του Πλάτωνα και αφ’ ετέρου τις συνδέσεις ανάμεσα στο σύμπαν
και τον χρόνο στη συνολική κοσμολογική ερμηνεία που βρίσκεται στον Τίμαιο. Μια τέτοια δημιουργία θα
μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι θα έπρεπε να λάβει χώρα με κάποια χρονική
ακολουθία. Το θέμα αυτό έχει αντικείμενο έντονων συζητήσεων ήδη από την
αρχαιότητα. […]
Αν το σύμπαν έχει
γεννηθεί, τότε και ο χρόνος θα πρέπει να έχει γεννηθεί. «Ο χρόνος, λοιπόν»,
λέει ο Πλάτων, «γεννήθηκε μαζί με το σύμπαν, ώστε, αφού γεννήθηκαν μαζί, μαζί
και θα καταλυθούν, αν ποτέ συμβεί μια τέτοια κατάλυση» (Τίμαιος, 38b6-7).
|
Nicolas Poussin - Helios and Phaeton with Saturn and the Four Seasons
(c. 1635). Ο Φαέθων, γονατιστός, ζητεί από
τον πατέρα του, τον Ήλιο-
Απόλλωνα (κάτω από το χρυσό ουράνιο τόξο) να του
δανείσει το άρμα
του. Γύρω τους διακρίνονται οι προσωποποιήσεις των Τεσσάρων
Εποχών
(δύο ανδρικές και δύο γυναικείες μορφές). Ο πτερωτός γηραιός Χρόνος
(αριστερά) κατατρώγει κάποιο αντικείμενο.
|
Ίσως κάποιος θα διερωτηθεί αν ο δημιουργός βρίσκεται εντός
του χρόνου. Μου φαίνεται ότι η πιο εύλογη απάντηση είναι “όχι”, αφού, όπως ο
Πλάτων μας υπενθυμίζει συνεχώς, ο δημιουργός είναι το αίτιο (ή το “άριστον
αίτιον”) του σύμπαντος. Όμως αν ο δημιουργός είναι το αίτιο αυτό του σύμπαντος
και ο χρόνος γεννήθηκε μαζί με το σύμπαν, τότε ο δημιουργός βρίσκεται “εκτός
χρόνου”, επειδή, εφόσον αυτός είναι το αίτιο, προηγείται αυτού που προκαλεί (η
δε προτεραιότητα του, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, είναι τόσο χρονική όσο
και οντολογική και, επομένως η “ύπαρξη” του δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί
χρονική). Πιστεύω ότι είναι βολικό να αποφύγουμε την “κυριολεκτική ερμηνεία”
του μύθου της δημιουργίας, γιατί διαφορετικά θα πρέπει να αντιμετωπίσουν άλυτα
αινίγματα
.
Για να συγκεφαλαιώσουμε, ο δημιουργός δεν βρίσκεται εντός του χρόνου, με τον
τρόπο που βρίσκονται μέσα σ’ αυτόν τα συγκεκριμένα αντικείμενα της φαινομενικής
εμπειρίας μας. Στην πραγματικότητα, ο δημιουργός δεν μπορεί να ταυτισθεί με
οποιοδήποτε αντικείμενο του αισθητού μας κόσμου και επομένως δεν μπορεί να
επιδέχεται τις μεταβολές που υφίσταται τα επιμέρους μέσα στο χρόνο, ή μάλλον,
στην πορεία τους μέσα από διάφορα μέρη του χρόνου.
Ας εξετάσουμε τώρα προσεκτικά τον περίφημο ορισμό του χρόνου
από τον Πλάτωνα:
«Όταν ο Πατέρας που γέννησε το σύμπαν το είδε να κινείται
και να είναι ζωντανό, σαν άγαλμα δημιουργημένο για τους αιώνιους θεούς, χάρηκε
και, ευχαριστημένος, αποφάσισε να το επεξεργασθεί, ώστε να γίνει ακόμη πιο
όμοιο προς το πρότυπο. Επειδή, λοιπόν, το πρότυπο συνέβαινε να είναι κάτι
αιωνίως ζωντανό, προσπάθησε και αυτό [το σύμπαν] να το αποπερατώσει, κατά το
δυνατόν, ώστε να γίνει τέτοιο. Καθώς όμως συνέβη το πρότυπο να είναι από τη
φύση ζωντανό και αιώνιο, το γνώρισμα της αιωνιότητας δεν ήταν βέβαια δυνατόν να
το μεταφέρει αυτούσιο στο δημιούργημα. Σκέφτηκε, λοιπόν, να φτιάξει ένα κινητό
είδωλο της αιωνιότητας και, ενόσω έβαλε τάξη στο σύμπαν, κατασκεύασε ένα αιώνιο
είδωλο της ενιαίας αιωνιότητας, που κινείται σύμφωνα με τους νόμους των
αριθμών, αυτό δηλαδή που εμείς ονομάζουμε χρόνο» (Τίμαιος, 37c6-d7).
Τώρα θα πρέπει να έχει γίνει σαφέστερο γιατί ο χρόνος δεν
είναι ακριβώς το ίδιο με τη “χρονική διαδικασία” που υφίστανται τα αισθητά
πράγματα. Όπως είπαμε πιο πάνω, ο χρόνος ανήκει κυρίως στη σφαίρα της νόησης,
αλλά, στον βαθμό που ο χρόνος είναι ένα “κινητό είδωλο”, πρέπει να έχει κάποιες
σχέσεις και με την περιοχή της αίσθησης.
Ο χρόνος είναι είδωλο, άρα είναι αντίγραφο.
Ο
χρόνος είναι επίσης κάτι “κινητό”, άρα δεν είναι πλήρως αμετάβλητος.
Εδώ υπάρχουν κάποια προβλήματα, γιατί ο χρόνος καθ’ εαυτόν, έστω και αν είναι “κινητό
είδωλο”, μοιάζει να ανήκει στον χώρο του αιώνιου, αφού είναι ένα αιώνιο είδωλο
(
αιώνιον εικόνα, 37
d7). Στο σημείο αυτό διαφαίνεται κάποια
αντίφαση, γιατί ένα αντίγραφο δεν μπορεί να είναι αιώνιο, όπως είναι το πρότυπό
του. Από την άλλη μεριά όμως ο Πλάτων λέει ότι ο χρόνος είναι ένα “αιώνιο
είδωλο”. […] Νομίζω ότι μια λογική λύση είναι αυτή που προσφέρει ο
Tarn: η λέξη “αιώνιο”
αναφέρεται τόσο στο πρότυπο όσο και στο αντίγραφο˙ στη δεύτερη περίπτωση
σημαίνει κάτι περισσότερο από την απλή “αφθαρσία”. Πρέπει, επομένως, να υπάρχει
κάτι κοινό στο πρότυπο και στο αντίγραφο: και τα δύο είναι αιώνια, αλλά, ενώ το
πρότυπο είναι αιώνιο και αχρονικό, το αντίγραφο κατέχει μόνο την αιωνιότητα που
προσιδιάζει στην άπειρη “διάρκεια”. Με άλλα λόγια, το πρότυπο δεν έχει “διάρκεια”,
δηλαδή συνέχεια η εμμονή στον χρόνο ή έχει αμετάβλητη διάρκεια. Η αιωνιότητα
εμπεριέχει μια “παραμονή σε ενότητα”, ένα είδος ταυτότητας με τον εαυτό της. Ο
χρόνος, από τη δική του μεριά, είναι ένα είδωλο που κινείται σύμφωνα με τους νόμους
των αριθμών, πράγμα που υπονοεί μια συνεχή μεταμόρφωση (ο χρόνος μετριέται με
ένα πλήθος επαναλαμβανόμενων μερών: ημέρες, μήνες, έτη κοκ.). Αυτό ταιριάζει
τέλεια με το γίγνεσθαι και, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, είναι ο μόνος τρόπος να το
ερμηνεύσουμε
.
Marcelo D. Boeri, Τρεις φιλοσοφικές απόψεις για τον χρόνο
Αρχαιολογία &
Τέχνες (Δεκέμβριος 2000, τεύχος 77, σ.
15-17)
Αυτό ακριβώς που, τουλάχιστον από τον Χιουμ και εξής,
γίνεται γνωστό ως “αρχή της αιτιότητας” είναι το εξής: “οτιδήποτε αρχίζει να
υπάρχει, πρέπει να έχει μια αιτία της ύπαρξής του” (A Treatise
of Human Nature, Book I, Part III).
Παρόλο που από τον Χιουμ, η αρχή αυτή δεν έχει τη διαισθητική βεβαιότητα που
φαίνεται να έχει για τον Πλάτωνα, ο Χιουμ την παραθέτει ως κάτι κοινό στη
φιλοσοφική σκέψη, το οποίο, υπό μια έννοια, ο καθένας θεωρεί δεδομένο όταν
ξεκινά να εξηγήσει κάποιο γεγονός ή περιστατικό […]
Εφόσον ο δημιουργός αντιγράφει ένα αιώνιο πρότυπο
(δηλαδή μια ιδέα), υποτάσσεται στο πραγματικό “αυτού που πάντα υπάρχει”. Αυτός
ο κόσμος δεν είναι παρά αντίγραφο ή είδωλο αυτού που πραγματικά υπάρχει.
Το ότι η “διαδικασία δημιουργία” νοείται ως μετάβαση
από την αταξία στην τάξη διατυπώνεται σαφώς από τον Πλάτωνα (Τίμαιος, 30a5: εις τάξιν αυτό ήγαγεν εκ της αταξίας).
Για παράδειγμα, αν πράγματι επικρατούσε χάος ή
“αρχική αταξία” πριν από την αιτιώδη ενέργεια του δημιουργού, τι έκανε αυτός
προτού δημιουργήσει τον κόσμο; Πως είναι δυνατόν ένα αίτιο όπως ο δημιουργός,
να είναι παθητικό, χωρίς να παράγει κάποια συνέπεια ή κάποιο αποτέλεσμα, και
ξαφνικά να αρχίζει να δημιουργεί ή να παράγει τα προϊόντα του; Η άλλη δυσκολία
που μπορεί να αντιταχθεί στην κυριολεκτική ερμηνεία αφορά το γεγονός ότι ο
Πλάτων περιγράφει έναν αριθμό γεγονότων που συμβαίνουν πριν από τη δημιουργία
του Χρόνου, όπως η σύνθεση του σώματος και της ψυχής του κόσμου (στην
πραγματικότητα, ο κόσμος αντιμετωπίζεται ως ζωντανή ύπαρξη, και επομένως πρέπει
να έχει τόσο σώμα όσο και ψυχή). Υπάρχει και ένα άλλο γεγονός (έχουμε ήδη
αναφερθεί σ’ αυτό), το οποίο έλαβε χώρα πριν την ύπαρξη του χρόνου: υπάρχει
κάτι, λέει ο Πλάτων, το οποίο ήταν ορατό και κινούνταν με ασταθή και άτακτο
τρόπο (30a˙ βλ. επίσης Πολιτικός, 273b-e, όπου ο Πλάτων μιλά για αταξία προϋπάρχουσα της
τρέχουσας τάξης).
Για την πλατωνική διάκριση ανάμεσα σε χρόνο (χρόνος)
και “στιγμή” (το εξαίφνης) βλ. Παρμενίδης,
156a-157b.