Σε εποχές όπως
αυτή που ζούμε εξαπολύονται μέσα από την απογοήτευση μερικές ασυγκράτητες
προσδοκίες. Οι άνθρωποι εύχονται κρυφά
να εμφανισθεί «κάτι» ή «κάποιος» για να τους απαλλάξει από τα βάσανα. Όμως υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο «κάτι»
και στο «κάποιος». Το πρώτο παραπέμπει είτε στην τύχη είτε σε κάποιον
ανενεργό μέχρι τότε μηχανισμό του κόσμου ο οποίος θα μπει ξαφνικά σε κίνηση και
θα διορθώσει τα πράγματα. Η δεύτερη περίπτωση είναι πιο περίπλοκη. Ποιος μπορεί
να είναι αυτός ο «κάποιος» που θα ερχόταν να δώσει τέλος στις αγωνίες μας; Οι
προηγούμενοι αιώνες έχουν δώσει την απάντησή τους: ο σωτήρας είναι είτε ο Θεός είτε ο ίδιος ο άνθρωπος. Υπήρξαν εποχές
που λάτρεψαν τη δύναμη του Θεού. Υπήρξαν άλλες που λάτρεψαν τη δύναμη του
ανθρώπου. Κι έπειτα ήρθε μια άλλη εποχή,
η δική μας, κατά την οποία έσβησαν και οι δυο λατρείες, επειδή το να είναι
κανείς λάτρης φάνηκε πως από μόνο του υποτιμούσε τη νοημοσύνη των ανθρώπων.
Έπειτα
απ’ αυτό θα νόμιζε κανείς ότι καθώς γκρεμίζονταν τα βάθρα των θεών και των ειδώλων,
θα εγειρόταν στη θέση τους ένα άλλο βάθρο πάνω στο οποίο θα στεκόταν υπερήφανος
και αγέρωχος ο νους. Πλην όμως,
είδαμε ότι αυτός ο νους ομολόγησε την
αδυναμία του. Δεν μπόρεσε να εξηγήσει πειστικά γιατί η λογική ενώ βάζει τα
πάντα σε τάξη, το τελικό αποτέλεσμα είναι η τάξη κάθε τόσο να ανατρέπεται και
μάλιστα συχνά κατά έναν τρόπο που σαρκάζει τις έννοιες του συλλογισμού, του
συμπεράσματος, του σχεδιασμού. Κανείς
δεν μπορεί πραγματικά να προβλέψει τίποτε. Τότε λοιπόν τι μένει; Μια μικρή
ακόμα ελπίδα τρεμοπαίζει ίσως στην καρδιά.
Επομένως εκεί, στην καρδιά, θα ’πρεπε να στραφεί η προσοχή μας.
Αλλά καρδιά, με όλη τη
σημασία της λέξης, σημαίνει δυνατοί
παλμοί, άνοιγμα, θάρρος, και δεν
υπάρχουν πολλοί σήμερα που θα παραδέχονταν ότι αυτές οι ιδιότητες υπάρχουν μέσα
στο στήθος κάποιων που κυκλοφορούν τριγύρω τους. Ποιος θα τολμούσε να πει πως
επιζούν ακόμη ηρωικές υπάρξεις από τις οποίες ο ίδιος, δυστυχώς, εξαιρείται;
Μάλλον αδύνατη μια τέτοια αντιπαραβολή. Γιατί είναι τόσο βαθιά η δυσπιστία απέναντι σε κάθε μορφή γενναιότητας,
ώστε να φαίνεται σχεδόν πλεονεκτικό να ζει κανείς σήμερα προφυλαγμένος από όλα,
μη διακινδυνεύοντας τίποτα, έχοντας πεισθεί πως όποιοι αψηφούν τους κινδύνους
δεν είναι παρά κοκοράκια, προγραμμένα από τη μοίρα του κόσμου. Οι λύκοι είναι γραφτό
να καταβροχθίζουν τα κοκόρια. Οπότε θεωρείται
φρόνιμο να μένει κανείς στο σπίτι του, στο κοτέτσι του, και να μαθαίνει τα
νέα που φτιάχνονται στις λυκοφωλιές για να διαδοθούν παντού.
Αιχμαλωσία
Ο έγκλειστος
άνθρωπος σήμερα είναι αιχμάλωτος στην ίδια του την αντίφαση. Από τη μια
φοβάται και από την άλλη δυσπιστεί. Φοβάται
πως αν δεν αντιδράσουν μερικοί στα
αρπακτικά που τον απειλούν θα υποστεί ακόμη χειρότερα και τα λίγα που έχει κερδίσει θα χάνονται μέρα με τη μέρα. Από την
άλλη αρνείται να πιστέψει πως κάποιοι άλλοι θα ήταν ικανοί να πάρουν
τις αναγκαίες αποφάσεις που θα τον έκαναν να τους ζηλέψει ή να τους
θαυμάσει. Μην μπορώντας οι κατώτεροι να είναι ανώτεροι θέλουν τουλάχιστον οι ανώτεροι να είναι κατώτεροι. Η μικροψυχία τα θέλει όλα: και να είναι η
ίδια αναλλοίωτη και να μην υπάρχει το αντίθετό της.
Παρ’
όλα αυτά, η αγωνία παραμένει. Όταν τα προβλήματα πιέζουν, ξεμυτάει αναπόφευκτα
αυτή η προσμονή που για τη δειλή συνείδηση είναι παράλογη: να εμφανιστεί μέσα
από τις πράξεις ορισμένων μια θέληση τόσο ριζικά διαφορετική που να μας
θεραπεύσει από τη δυσπιστία μας. Μια θέληση που θα αποκαθιστούσε την
εμπιστοσύνη μας σε κάποιες αξίες που δεν θα υποχωρούσαν με τις πρώτες απειλές.
Και αν αυτή τη θέληση δυσκολευόμαστε σήμερα να τη χαρακτηρίσουμε ηρωική, ας την
ονομάσουμε όπως αλλιώς θέλουμε: θαρρετή, τολμηρή, αταλάντευτη. Αρκεί να
διασωθεί μέσα μας η ιδέα ότι είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να ξεπεράσει το όριο
που επιδιώκουν κάποιοι εποπτεύοντες να του βάλουν για να τον κρατήσουν σε μια
κατάσταση όπου η μαλθακότητα φέρνει μαλθακότητα μέχρι να έρθει στο τέλος η
αηδία για τον ίδιο του τον εαυτό. Και η αηδία αυτή για να μη φανερωθεί ξεσπάει
συνήθως εναντίον κάποιων άλλων που φαίνονται πιο σφριγηλοί. Ένας αηδιασμένος άνθρωπος ούτε να
διαμαρτυρηθεί μπορεί, ούτε να πολεμήσει. Μπορεί, όμως, με έναν τρόπο να
μισήσει, αν και στο μίσος του θα διατηρείται το ίχνος της αδυναμίας.
Εδώ
είναι που φθάνουμε στο αγκαθωτό πλέγμα της μνησικακίας.
Όποιος δυσπιστεί για τα πάντα, ίσως ακόμη να μην είναι δηλητηριασμένος από τη
μνησικακία (εναντίον παντός πιθανώς καλύτερού του), εκείνος όμως που απορρίπτει
κατηγορηματικά κάθε σκέψη ότι υπάρχουν άτομα με θάρρος, ικανά να επιμείνουν σε
κάποιες αρχές τους ή ακόμη και σε κάποια βαθιά συναισθήματα, αυτός έχει σίγουρα
τοξινωθεί από ένα μείγμα ανημπόριας και φθόνου.
Θα
αφήσουμε λοιπόν αυτό το οξύ να διαρρεύσει παντού; Διαπιστώνεται μια κακή
λειτουργία του ήπατος και η καρδιά (αυτή που ακόμη και στα τραγούδια δεν
μνημονεύεται πια και πολύ) το πληρώνει πρώτη. Θα πάψει να χτυπάει εάν δεν
καθαρίσει το αίμα και το αίμα καθαρίζει καλύτερα όταν το ζητήσει ο εγκέφαλος.
Ας το ζητήσει λοιπόν. Είναι δύσκολο, το είπαμε. Από τη στιγμή που κλονίστηκε η
εμπιστοσύνη στον νου έχουν πάψει να λειτουργούν και τα όργανα που δίνουν
εντολές. Άλλη διέξοδος όμως δεν υπάρχει.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να θελήσουμε. Πρέπει
να θελήσουμε να πιστέψουμε. Πρέπει να πιστέψουμε στα ίδια τα μάτια μας, αφού το
να δούμε με τον νου μοιάζει αδύνατο.
Γενναίοι και ψευδογενναίοι
Τι
βλέπουμε λοιπόν; Την ποικιλία του κόσμου, τις διαφορές και τις ομοιότητες των
ανθρώπων. Εδώ κι εκεί, μέσα στη γενική λιποψυχία δεν ξεπετάγονται και μερικοί,
ελάχιστοι έστω, που με τις πράξεις τους αναταράζουν το τέλμα; Τα βάζουν με τους
πιο ισχυρούς, επιμένουν, ορθώνουν το ανάστημά τους, δεν καταπίνουν τις προσβολές
ούτε και τις φτύνουν στο πρόσωπο των διπλανών τους που δεν φταίνε, μόνο και
μόνο για να μετακυλίσουν πάνω τους την ντροπή. Αν κρατήσουμε ανοιχτά τα μάτια σ’ αυτά τα φαινόμενα, τότε θα μείνει
χώρος και για μεγαλύτερης εμβέλειας θαρρετούς. Πιθανόν να εμφανιστούν κάποιοι ακόμη πιο σθεναροί, ακόμη πιο
αποφασισμένοι. Θα είναι καλύτεροί μας
και εμείς θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι χάρη σ’ αυτούς η δειλή μας πλευρά θα
δώσει τόπο σε μιαν άλλη λιγότερο ζαρωμένη. Άλλωστε, εάν δεν δεχτούμε πως είναι δυνατόν να έρθουν και κάποιοι πραγματικά
γενναίοι, θα πρέπει να δεχτούμε να μας εξουσιάζουν κάποιοι ψευδογενναίοι. Ή το
ένα θα συμβεί ή το άλλο.
* Ο
κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Παν.
Αθηνών.
Δημοσιεύτηκε
στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ