Η αστική τάξη ήταν υπεύθυνη για την αποκοπή
της ευρωπαϊκής κοινωνίας από τα παλιά πρότυπα ζωής και την εξώθησή της σε
καινούργια. […]
Χρησιμοποίησε τις θεωρίες ενός αριθμού
πολιτικών οικονομολόγων. […]
Τα έργα του
οικονομολόγου
Αδάμ Σμίθ προώθησαν
την εκτίμηση της αστικής τάξης για την ατομική επιχείρηση. Τα γραπτά μιας άλλης
ομάδας, των κλασικών ή φιλελευθέρων οικονομολόγων –ιδιαίτερα των Άγγλων
Θωμά Μάλθου και
Δαβίδ Ρικάρντο- περιείχαν αρχές ελκυστικές για τους επιχειρηματίες
που επιθυμούσαν να αναδιοργανώσουν ελεύθερα τις οικονομίες των χωρών τους. Τα
κύρια στοιχεία των θεωριών που διαμόρφωσαν οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, ήταν:
v Οικονομικός ατομικισμός: Κάθε άτομο έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί
για το αποκλειστικό του συμφέρον την ιδιοκτησία που έχει κληρονομήσει ή
αποκτήσει με οποιαδήποτε νόμιμη μέθοδο. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι
να κάνουν ότι τους αρέσει, στο βαθμό που δεν παρεμποδίζουν το αντίστοιχο
δικαίωμα των άλλων να κάνουν το ίδιο.
v Laissez faire: Ο ρόλος του κράτους πρέπει να περιοριστεί
στο ελάχιστο δυνατό που απαιτεί η δημόσια ασφάλεια. Το κράτος θα πρέπει να
αρκεσθεί στο ρόλο ενός αστυνόμου που θα τηρεί την τάξη και θα προστατεύει την
ιδιοκτησία, χωρίς ποτέ να παρεμβαίνει στη λειτουργία των οικονομικών
διαδικασιών.
v Υπακοή στο φυσικό νόμο: Υπάρχουν αμετάβλητοι νόμοι που λειτουργούν
στο βασίλειο της οικονομίας, όπως και σε κάθε τομέα του Σύμπαντος. Παραδείγματα
είναι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης
κ.ο.κ. Οι νόμοι αυτοί πρέπει να αναγνωρίζονται και να τηρούνται· το αντίθετο είναι καταστρεπτικό.
v Ελευθερία του συμβάλλεσθε: Κάθε άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο να
διαπραγματευθεί την καλύτερη σύμβαση που μπορεί να επιτευχθεί με οποιοδήποτε
άλλο άτομο. Ιδιαίτερα, η ελευθερία των εργατών και των εργοδοτών να
διαπραγματεύονται μεταξύ τους για τους μισθούς και ωράρια, δεν θα πρέπει να
περιορίζεται ούτε από νόμους, ούτε από τη συλλογική δύναμη των εργατικών
ενώσεων.
v Ελεύθερος ανταγωνισμός και ελεύθερο εμπόριο: Ο ανταγωνισμός διατηρεί τις τιμές χαμηλές,
εξαλείφει τους μη αποδοτικούς παραγωγούς, εξασφαλίζει τη μεγίστη παραγωγή για
την ικανοποίηση της κοινή ζήτησης. Κατά συνέπεια, κανενός είδους μονοπώλιο δεν
πρέπει να είναι ανεκτό, ούτε κανένας νόμος που να ρυθμίζει τις τιμές προς
όφελος ανίκανων επιχειρηματιών. Επιπλέον, προκειμένου να υποχρεωθεί κάθε χώρα
να προσανατολιστεί στην παραγωγή εκείνη που τις αρμόζει καλύτερα, πρέπει να
καταργηθούν όλοι οι προστατευτικοί δασμοί. Το ελεύθερο διεθνές εμπόριο θα συντελέσει
επίσης στη διατήρηση χαμηλών τιμών.
[…] Ο Μάλθος και ο Ρικάρντο ωστόσο ενίσχυσαν παραπέρα την
αστική κοσμοαντίληψη, με τις ερμηνείες που έδωσαν στα αλληλοσυγκρουόμενα
κοινωνικά συμφέροντα.
Ο Μάλθος για τον
πληθυσμό
Ο Μάλθος, στο γνωστό του Δοκίμιο
για τον πληθυσμό, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1798, υποστήριξε ότι η φύση έχει
θέσει πεισματικά όρια στην πρόοδο της ανθρωπότητας προς την ευτυχία και την
ευημερία· εξαιτίας
της σεξουαλικής βουλιμίας του ανθρώπου, υπάρχει μια φυσική τάση αύξησης του
πληθυσμού με ρυθμό μεγαλύτερο από την αύξηση των τροφίμων. Βέβαια υπάρχουν
ισχυροί φραγμοί στην αύξηση του πληθυσμού, όπως οι πόλεμοι, οι επιδημίες, οι
λιμοί, τα εγκλήματα. Αυτά όμως, όταν λειτουργούν αποτελεσματικά, αυξάνουν το
φορτίο της ανθρώπινης αθλιότητας. Κατά συνέπεια, η φτώχεια και ο πόνος είναι
αναπόφευκτα. Ακόμα και αν νομοθετηθεί η κατανομή του κοινωνικού πλούτου εξίσου
σε όλους τους ανθρώπους, η θέση των φτωχών δεν θα βελτιωνόταν παρά μόνο
προσωρινά· σύντομα
θα έκαναν περισσότερα παιδιά, με αποτέλεσμα να βρεθούν τελικά σε κατάσταση
εξίσου κακή με την αρχική. […]
Τα επιχειρήματα του Μάλθου επέτρεψαν στην αστική τάξη να
συγκατατεθεί στην κατάλυση μιας παλαιότερης κοινωνίας, που είχε καταβάλει
κάποιες απόπειρες μέριμνας για τους φτωχούς. […] Παράλληλα ο Μάλθος έλεγε στους
φορολογούμενους ότι τα προγράμματα που αποσκοπούσαν στην οικονομική ενίσχυση
των φτωχών, ζημίωναν τόσο τους φτωχούς, όσο και τους πλούσιους: […] Ο Μάλθος
συντέλεσε στη μετάθεση της ευθύνης για τη φτώχια από την κοινωνία στο άτομο,
μια μετάθεση ελκυστική στην αστική τάξη, που επιθυμούσε να απαλλαγεί από το
βάρος της βοήθειας προς τους ανέργους των πόλεων.
Ο Ρικάρντο για τα
ημερομίσθια και τη γαιοπρόσοδο
Οι μαλθουσιανές θέσεις έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση
των θεωριών του Σκωτσέζου οικονομολόγου Ρικάρντο. Σύμφωνα με το Ρικάρντο τα
ημερομίσθια τείνουν σε ένα επίπεδο μόλις αρκετό για να επιτρέπει στους εργάτες
«να συντηρούνται και να διαιωνίζουν το είδος τους, χωρίς ούτε να αυξάνεται ούτε
να ελαττώνεται». Σε τούτο έδωσε την ισχύ σιδερένιου νόμου, από τον οποίο δεν
μπορεί να υπάρξει διαφυγή. Αν τα ημερομίσθια αυξηθούν προσωρινά πάνω από το
επίπεδο επιβίωσης, θα προκαλέσουν αύξηση του πληθυσμού, και ο συνακόλουθος
ανταγωνισμός για εξεύρεση εργασίας θα τα κατεβάσει πάλι στο προηγούμενο
επίπεδο. Ο Ρικάρντο επινόησε επίσης και ένα νόμο για τη γαιοπρόσοδο. Υποστήριξε
ότι η γαιοπρόσοδος καθορίζεται από το κόστος παραγωγής στις πιο άγονες εκτάσεις
που πρέπει να καλλιεργηθούν κατά συνέπεια, καθώς μια χώρα γεμίζει πληθυσμό, ένα
ολοένα αυξανόμενο ποσοστό του κοινωνικού εισοδήματος διοχετεύεται στους
γαιοκτήμονες.
Και εδώ επίσης, ένας θεωρητικός παρείχε επιχειρήματα χρήσιμα
για την αστική τάξη, στην προσπάθειά της να αυτοπροσδιοριστεί και να
υπερασπίσει τον εαυτό της στα πλαίσια μιας νέας κοινωνικής διάταξης. Ο «νόμος
των ημερομισθίων» έδωσε στους εργοδότες ένα όπλο για να αντιμετωπίσουν τις
απαιτήσεις των εργατών τους για μεγαλύτερες αμοιβές. Ο νόμος της γαιοπροσόδου
δικαίωσε την αντίθεση της αστικής τάξης στη συνεχιζόμενη ισχύ των γαιοκτημόνων.
Μια τάξη που αντλούσε τα εισοδήματά της, όχι από τη σκληρή δουλειά, αλλά απλώς
από το ρόλο της ως εισπράκτορας ενοικίων, κερδοσκοπούσε αθέμιτα σε βάρος της
υπόλοιπης κοινωνίας και της άξιζε ένας περιορισμός των κερδών της.
Ο μπενθαμικός
ωφελιμισμός
Μόλις ωστόσο η αστική τάξη άρχισε να επιχειρηματολογεί κατ’
αυτόν τον τρόπο, πρόδωσε την αρχή του
laissez faire. Έμποροι και επιχειρηματίες σφόδρα αντιτιθέμενοι σε οποιονδήποτε κρατικό
παρεμβατισμό που ήταν δυνατό να περιορίσει το δικαίωμά τους να κερδίζουν όσα
περισσότερα μπορούσαν, εύχονταν, παρ’ όλα αυτά, την επέμβαση του κράτους με
σκοπό την παρεμπόδιση της επίτευξης του μέγιστου δυνατού κέρδους από μέρους των
κερδοσκόπων γαιοκτημόνων. Πως μπορούσε να δικαιολογηθεί αυτή η προφανής
ασυνέπεια; Η απάντηση βρέθηκε στις θεωρίες του Άγγλου
Ιερεμία Μπένθαμ,
αναμφίβολα κύριου στηρίγματος των απολογητών της αστικής τάξης. Ο Μπένθαμ, του
οποίου το κυριότερο έργο,
Αρχές της
Ηθικής και της Νομοθεσίας, δημοσιεύτηκε το 1798, επιχειρηματολογούσε
εναντίον της αντίληψης του 18
ου αιώνα, σύμφωνα την οποία μια
ικανοποιητική θεωρία κοινωνικής σταθερότητας θα μπορούσε να θεμελιωθεί στην
πίστη της φυσικής αρμονίας των ανθρώπινων συμφερόντων. Κατά τον Μπένθαμ, οι
άνθρωποι είναι βασικά εγωιστικά όντα. Η υπόθεση ότι μια σταθερή και ευεργετική
κοινωνία θα μπορούσε να αναδειχθεί από μόνη της μέσα από ένα σύνολο εγωιστικών
συμφερόντων, ισοδυναμούσε, κατά τον Μπένθαμ, με την υπόθεση της πραγματοποίησης
του αδυνάτου. Η κοινωνία, προκειμένου να λειτουργήσει σωστά, απαιτεί μια
οργανωτική αρχή που να αναγνωρίζει από την μία τον ουσιαστικό εγωκεντρισμό των
ανθρώπων, ενώ από την άλλη να τους υποχρεώνει να θυσιάσουν ένα μέρος
τουλάχιστον των συμφερόντων τους για το καλό της πλειοψηφίας.
Η αρχή αυτή, που
ονομάστηκε ωφελιμισμός, διακήρυσσε ότι κάθε θεσμός, κάθε νόμος, πρέπει να
αξιολογείται ανάλογα με την κοινωνική του χρησιμότητα. Κοινωνικά χρήσιμος νόμος
είναι εκείνος που προξενεί τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία στο μεγαλύτερο δυνατό
αριθμό ανθρώπων. Αν ένας νόμος ικανοποιεί αυτό το κριτήριο, μπορεί να
διατηρήσει την ισχύ του· αν όχι θα πρέπει να εγκαταλείπεται αμέσως, ανεξάρτητα από το πόσο
καταξιωμένο φαίνεται. Ακόμη και ένας εγωιστής θα αποδεχόταν το παραπάνω κοινωνικό
κριτήριο, επειδή θα καταλάβαινε ότι, μακροπρόθεσμα, θα έκανε κακό και στον
εαυτό του, αν επέμενε στην εφαρμογή νόμων που ίσως τον ευνοούσαν βραχυπρόθεσμα,
αλλά που τελικά θα προκαλούσαν τέτοια γενική δυστυχία, ώστε να υπονομεύουν όχι
μόνο τα συμφέροντα των άλλων αλλά και τα δικά του.
Η απήχηση του ωφελιμισμού στην αστική τάξη
Για ποιους λόγους η παραπάνω θεωρία προσέλκυε ιδιαίτερα τη
βιομηχανική αστική τάξη; ο πρώτος ήταν ότι αναγνώριζε τη σπουδαιότητα του
ατόμου. Τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου δεν ήταν τίποτε περισσότερο από το
άθροισμα των εγωιστικών προσωπικοτήτων που το απάρτιζαν. Το κάθε άτομο
καταλάβαινε καλύτερα τα δικά του συμφέροντα, οπότε ήταν καλύτερα να αφεθεί
ελεύθερο στην επιδίωξή τους, οπότε ήταν δυνατό, με τον τρόπο που εκείνο νόμιζε
κατάλληλο. Μόνο στην περίπτωση που τα συμφέροντα του συγκρούονταν με τα
συμφέροντα –την ευτυχία- της πλειοψηφίας, έπρεπε να περιορίζεται η ελευθερία
του ατόμου. […] ταυτόχρονα, τα δόγματα του Μπένθαμ μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν
για να δικαιολογήσουν τις αλλαγές που ήταν αναγκαίες για την πραγματοποίηση
ενός βιομηχανικού κόσμου. […] Το κοινοβούλιο έπρεπε να αναμορφωθεί, έτσι ώστε
το βάρος των βιομηχανικών συμφερόντων να γίνει αισθητό στο νομοθετικό έργο.
Ο ωφελιμισμός ήταν κατά συνέπεια ένα δίκαιο μαχαίρι που
έκοβε τόσο από την κόψη του laissez faire, όσο και από εκείνη του κρατικού παρεμβατισμού. Η αστική τάξη
χρησιμοποίησε και τις δύο όψεις. […]
Ο θετικισμός του Κοντ
Η φιλοσοφία του
Κοντ, όπως ο ωφελιμισμός, πρόβαλλε την αρχή
ότι κάθε αλήθεια προκύπτει από την εμπειρία ή την παρατήρηση του φυσικού
κόσμου. Ο Κοντ απέρριψε τη μεταφυσική ως εντελώς μάταιη. Κανείς δεν μπορεί να ανακαλύψει
την κρυμμένη ουσία των πραγμάτων –το γιατί τα γεγονότα συμβαίνον όπως συμβαίνουν
ή ποιος είναι ο τελικός σκοπός και το νόημα της ύπαρξης. Το μόνο που μπορεί
κανείς να μάθει πραγματικά, είναι το πώς συμβαίνουν ή ποιος είναι ο τελικός
σκοπός και το νόημα της ύπαρξης. Το μόνο που μπορεί κανείς να μάθει πραγματικά,
είναι το πώς συμβαίνουν τα γεγονότα, οι νόμοι που διέπουν την εκδήλωση των
γεγονότων και οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ τους.
Ο θετικισμός πήρε το όνομά του από την άποψη ότι η μόνη
γνώση κάποιας πραγματικής αξίας ήταν η «θετική», η επιστημονική δηλαδή γνώση. Ο
Κοντ υποστήριζε ότι η ικανότητα της ανθρωπότητας να αναλύει επιστημονικά την
κοινωνία και να προβλέπει το μέλλον της είχε φτάσει σε ένα σημείο που γρήγορα
θα επέτρεπε στην Ευρώπη να οικοδομήσει μια «θετική» κοινωνία, οργανωμένη όχι
βάσει πεποιθήσεων, αλλά βάσει γεγονότων. […] διαιρώντας την παγκόσμια ιστορία
σε διαδοχικά στάδια (ένα «θρησκευτικό» στάδιο είχε προηγηθεί πριν από το
«μεταφυσικό») και διακηρύσσοντας ότι η επίτευξη του ανωτέρου σταδίου δεν ήταν
δυνατή χωρίς τη θύελλα της εκβιομηχάνισης, ο Κοντ διαβεβαίωνε την αστική τάξη
για τον ηγετικό της ρόλο στον καλύτερο κόσμο που επρόκειτο να επακολουθήσει.
(ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2006, σελ. 529-540)