Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα ίδρυμα-φυλακή
που μπαίνουν όσοι έχουν κάνει κάτι, αλλά και εθελοντές με την προοπτική μιας
ανταμοιβής μόλις ολοκληρώσουν την ποινή τους.
Η φυλακή ξεκινάει από το ισόγειο-διοίκηση
και εκτείνεται σε αγνώστου αριθμού επίπεδα προς τα κάτω.
Στο κάθε υπόγειο επίπεδο μένουν δύο
κατάδικοι. Ο κάθε φυλακισμένος έχει δικαίωμα να πάρει ένα αντικείμενο μαζί του.
Στο κέντρο του επιπέδου υπάρχει μια μεγάλη
ορθογώνια τρύπα από την οποία κατεβαίνει κι ανεβαίνει η "πλατφόρμα",
η οποία στην ουσία είναι ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά, γλυκά και φρούτα σε
εκπληκτικά σκεύη παρασκευασμένα στο επίπεδο μηδέν-διοίκηση που στην ουσία είναι
μια σούπερ γκουρμέ κουζίνα με πολλούς σεφ, υπό την επίβλεψη του μετρ-διοικητή.
Τα φαγητά κατεβαίνουν σε κάθε όροφο για λίγα λεπτά και οι φυλακισμένοι τρώνε
ό,τι προλάβουν.
Στα πάνω επίπεδα τρώνε καλά και συχνά
σπαταλούν, ή καταστρέφουν το φαγητό από αδιαφορία για τους άλλους, ή και
επίτηδες. Η πλατφόρμα-τραπέζι κατεβαίνει τα επίπεδα με αποτέλεσμα κάποιοι να
τρώνε αποφάγια και κάποιοι τίποτα. Αν κάποιος κρατήσει φαγητό, το σύστημα τον
βλέπει και τον τιμωρεί με αφόρητη ζέστη ή αφόρητο κρύο (Κόλαση). Έτσι, ο έγκλειστος
υποχρεώνεται να πετάξει στην τρύπα την τροφή που κράτησε.
Το σύστημα ανάλογα με την υποταγή και τη
συμπεριφορά που δείχνει ο καθένας αλλάζει επίπεδο προς τα κάτω ή προς τα πάνω.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Γκόρενγκ –μια
φυσιογνωμία με μουσάκι αλλά Δον Κιχώτη– που μπήκε εθελοντικά για έξι μήνες
προκειμένου να κόψει το τσιγάρο και να πάρει το "πιστοποιητικό".
Ευπειθής στο σύστημα, ονειροπόλος, ανθρωπιστής επιλέγει να πάρει μαζί του στη
φυλακή το βιβλίο του Θερβάντες "Δον Κιχώτης"… από το οποίο, προς το
τέλος της ταινίας, διαβάζει το παρακάτω απόσπασμα:
«Ο
σπουδαίος αλλά μοχθηρός θα είναι ένας μοχθηρός σπουδαίος κι ο φιλάργυρος
πλούσιος θα είναι ένας άπληστος ζητιάνος. Γιατί όποιος κατέχει πλούτο δεν είναι ευτυχισμένος επειδή τον κατέχει, αλλά
επειδή τον ξοδεύει, όχι όπως του αρέσει, αλλά ξέροντας πως να τον ξοδέψει σωστά».
«Όπως του αρέσει».