Στη
Γέννηση της τραγωδίας,
ο
Νίτσε αποδίδει στον Σωκράτη –μέσω του Πλάτωνα-
την αρχή του τέλους μιας τέχνης η οποία, πριν από την έλευση των
φιλοσόφων, ήταν ταυτόχρονα αφελής και διέθετε δική της ζωή, μια ζωή που
αποδιδόταν στην ελληνική διάνοια. Η
τραγωδία
ήταν τότε η ανυπέρβλητη έκφραση αυτής της διάνοιας, αναμειγνύοντας με τρόπο
πρωτότυπο και γεμάτο αρμονία και ψευδαισθήσεις, τη διονυσιακή μέθη και την
απολλώνια αταραξία.
«Εκεί, ανοίγεται μπροστά μας, μέσα στον
υπέρτατο συμβολισμό της τέχνης, τόσο ο απολλώνιος κόσμος της ομορφιάς όσο και
το βαθύ φόντο του, η τρομακτική σοφία του Σιληνού».
Η έλευση του «θεωρητικού ανθρώπου», του Σωκράτη βάζει τέλος σε αυτή την ταυτόχρονα απλή και σύνθετη έκφραση και ηχεί κατά
κάποιο τρόπο πένθιμα για την αρχαία τραγωδία, εισάγοντας μια αισθητική θέαση του κόσμου. Η τραγωδία θα αντικατασταθεί από την ηθική και τη διαλεκτική και το
ζευγάρι του Διονύσου και του Απόλλωνα δεν θα κάνει παρά σύντομες
επανεμφανίσεις, σχεδόν πρόχειρες. Σύμφωνα με τον Νίτσε, επήλθε λοιπόν η
ανατροπή μιας τέχνης (η τραγωδία στην εξελιγμένη της μορφή) προς μια τάξη η
οποία αγνοεί την προαναφερθείσα έκφραση για να καθιερωθεί μέσα στο λόγο, μέσα στον οποίο θα καθρεφτιστεί,
κρατημένη σε απόσταση από τη λογική, ακόμη και τη συλλογιστική.
Γινόμαστε λοιπόν έτσι μάρτυρες
του περάσματος από τη διονυσιακή θεωρία, αυτή τη γεμάτη θόρυβο και ποιητικό
πάθος «συνοδεία», στη θεωρία με τη δευτερεύουσα έννοια του όρου, μια ακολουθία
αλληλένδετων προτάσεων.
Στο εξής, για τον Πλάτωνα, η φιλοσοφική τάξη περιβάλλει την τέχνη ως μια
δραστηριότητα μόνο ανάμεσα σε άλλες, στην οποία πρέπει να βρεθεί μια θέση
μέσα σε αυτό τον διαγωνισμό επιστημών και τεχνικών, τις οποίες ιεραρχεί ο λόγος. Πρόκειται λοιπόν κάλλιστα για μια θεμελίωση, μια διάταξη της σκέψης η
οποία τοποθετεί την τέχνη και τις συλλήψεις που σχετίζονται με αυτή στον τομέα
της φιλοσοφίας. Για ποια τέχνη όμως πρόκειται και ποιες είναι οι κύριες
αρχές που διέπουν την πρακτική αυτή;
1. Ο διττός λόγος
Οφείλουμε εξαρχής να
παρατηρήσουμε ότι
στο έργο του Πλάτωνα
δεν υπάρχουν εδάφια αφιερωμένα ειδικά στην τέχνη.
Δεν υπάρχει, κυριολεκτικά λεγόμενη, θεωρία της τέχνης, αλλά
διασκορπισμένες παρατηρήσεις που αφορούν τόσο την πρακτική ορισμένων
τεχνών, όσο και την
ιδέα του ωραίου.
Με άλλα λόγια,
η ιδέα της τέχνης δεν
είναι η τέχνη· η πρώτη διαχωρίζεται από τη δεύτερη, αφήνοντας την τέχνη,
την πρακτική της, την υλοποίησή της, πολύ μακριά από τη δυνατότητα
πραγματοποίησης του ωραίου, ακόμη και από την προσδοκία αυτό να επιτευχθεί.
Αυτή η κατανομή μειώνει ξεκάθαρα ό,τι σχετίζεται με την παραγωγή, από τον
άνθρωπο, οποιουδήποτε έργου.
Μας αφήνει
συχνά έκπληκτους η αυστηρότητα με την οποία κρίνει ο Πλάτωνας την ποίηση, την
οποία εκδιώκει από την πολιτεία, τη μουσική, η οποία κάνει τα σώματα μαλθακά,
τη ζωγραφική, η οποία απέχει από την αλήθεια δύο βαθμούς. Κυρίως, όμως,
στηλιτεύει κάθε «τσαπατσούλικη» τέχνη, η οποία δεν χρησιμοποιεί τον υπολογισμό
και τη συλλογιστική, τον κανόνα και το μέτρο και θα αφηνόταν στον αυτοσχεδιασμό.
Το ίδιο θα έκανε και με έναν φλαουτίστα ο οποίος δεν θα είχε μελετήσει το
διάστημα μεταξύ των ήχων, τον ερασιτέχνη αρχιτέκτονα ο οποίος θα κατασκεύαζε το
σπίτι του χωρίς να έχει μάθει τον κανόνα των μαθηματικών αναλογιών και ακόμη
και τον πολυμήχανο αρχιτέκτονα, ο οποίος θα προσάρμοζε τη γεωμετρία σε μια
υποκειμενική ψευδαίσθηση
. Αυτό
συμβαίνει διότι οι παραγωγικές πράξεις στιγματίζονται από συγκεκριμένους
προσδιορισμούς και, από εκείνη τη στιγμή, υποβάλλονται σε πολυάριθμες
αξιολογήσεις διαφορετικών τύπων, όπως εκείνες που εξαρτώνται από τη
χρησιμότητα, την επιτυχία ή το βαθμό αυστηρότητας που συνόδευσε τη διαδικασία
της αξιολόγησης. Υπόκεινται στην αποδοκιμασία ή την αποδοκιμασία ενός κοινού,
το οποίο δεν κρίνει απαραίτητα ανάλογα με το τι είναι αληθινό και καλό, αλλά
σύμφωνα με κριτήρια, αναγκαστικά πολυποίκιλα, τα οποία σχετίζονται με την
απόλαυση, η οποία δεν έχει από μόνη της καμία ενωτική έννοια.
Έτσι, το ερώτημα της τέχνης επιστρέφει στο μηδέν και μπορούμε λοιπόν να
αναρωτηθούμε, πώς ο Πλάτωνας και ο πλατωνισμός κατάφεραν να «θεμελιώσουν» την
καλλιτεχνική δραστηριότητα -γεγονός το οποίο επικαλούνται με τρόπο έντονο,
τουλάχιστον στη Δύση- από αυτές τις κάπως αποθαρρυντικές προτάσεις.
Αυτό ισχύει διότι αυτός ο
μειωτικός λόγος αντικαθίσταται -ή μάλλον επικαλύπτεται- από έναν εντελώς
διαφορετικό λόγο, ο οποίος μοιάζει να αντιπαραβάλλεται με τον πρώτο σε κάθε
σημείο. Πρόκειται για το λόγο εκείνο που αφορά το ωραίο.
2. Το αξεχώριστο τρίπτυχο
Το ωραίο, για τον Πλάτωνα,
είναι το πρόσωπο του καλού και της αλήθειας. Εκεί έγκεινται τρεις αρχές οι οποίες συνδέονται στενά: τίποτα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ωραίο
που δεν είναι αληθινό, κανένα καλό δεν μπορεί να υπάρξει εκτός της αλήθειας.
Αυτό το τρίπτυχο είναι η αρχή της τάξης, η οποία δίνει πρόσβαση στη σαφήνεια
χωρίς την οποία ο κόσμος δεν θα ήταν παρά χάος.
Αυτή η μοναδική (και της
μοναδικότητας) αρχή, η οποία παραχωρεί στα όντα την ισχύ της, δεν μπορούμε να
την αναζητήσουμε στο ποικιλόμορφο, το ποικιλόχρωμο, το μπερδεμένο, το αισθητό,
τα φαινόμενα, ούτε, βεβαίως, στην πρακτική άσκησης της τέχνης.
Μονάχα η άσκηση του νου μας επιτρέπει να
στοχεύσουμε στην αρχή αυτή. Η
διάνοια
είναι ο οδός η οποία, μέσω των βαθμών της γνώσης, μπορεί να οδηγήσει στον
υπέρτατο διαφωτισμό και να κάνει να λάμψει επί εκείνου ο οποίος αφιερώνεται
στην αναζήτησή της, «το φως της σοφίας (η
φρόνηση)
και του νου με όλη την ένταση την οποία μπορούν να αντέξουν οι ανθρώπινες
δυνάμεις»
.
Εάν η τέχνη αξίζει! κάτι, είναι ίσως μονάχα
στο μέτρο που μας οδηγεί στην οδό της διάνοιας
και επιτρέπει να ανακαλύψουμε στα όντα και τα πράγματα μια υποψία σαφήνειας.
Ένα ωραίο σώμα, ένα ωραίο πράγμα, μια ωραία εικόνα μπορούν να δώσουν την
απαραίτητη ορμή στη διερεύνηση της αρχής που κυβερνά το σύμπαν.
Ωστόσο, από μόνος του αυτός ο σπόρος δεν
είναι τίποτα, αν δεν ακολουθείται από μια «αναζήτηση» της αλήθειας, του καλού
και του ωραίου, των μορφών ή των Ιδεών που είναι η πηγή αλλά
ταυτόχρονα και ο σκοπός κάθε ύπαρξης στον κόσμο.
Από αυτές τις άυλες, υπεργήινες
μορφές, δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε ούτε το ωραίο ως αυτόνομη ολότητα ούτε την
αλήθεια. Η αξεδιάλυτη ένωσή τους είναι που σχηματίζει το υπέρτατο καλό. Η Ιδέα, λοιπόν, της τέχνης, υφίσταται μονάχα στους κόλπους αυτού του τρίπτυχου.
Μονάχα υπό την προϋπόθεση αυτής της αναζήτησης είναι που μπορεί η τέχνη
να μετατραπεί, να στραφεί προς τη διανόηση του Ενός, αλλά, σε γενικές γραμμές,
το κομμάτι της ψευδαίσθησης που αυτή κρύβει πρέπει να αποφεύγεται και πρέπει να
κινητοποιείται ένα ολόκληρο αμυντικό σύστημα ενάντια στην απατηλή γοητεία της.
(Μπορούμε βεβαίως να απολαμβάνουμε τον Όμηρο, αλλά πρέπει να έχουμε στο νου μας
ότι εκεί δεν βρίσκουμε παρά μόνο ψεύδη.)
Έτσι, το ωραίο παίζει με τους δύο συνάλληλούς του, το καλό και το αληθινό, σε μια ανώτερη σφαίρα, εκείνη των αρχών ή των μορφών, πολύ ανώτερη των ταπεινών μας
προσπαθειών να προσεγγίσουμε την τέχνη.
3. Μια ανατρεπτική μετάφραση
Αυτός ο διττός λόγος, ο οποίος απομακρύνει την πρακτική της τέχνης
από τη θέαση του ωραίου, θέτοντας ανάμεσά τους όλο το εύρος μιας διάνοιας, ένα πέρασμα διαμέσου των
βαθμών της γνώσης ως την ενόραση του Ενός, θα
βρεθεί ολοκληρωτικά αναδομημένος από τον τρόπο που τον ερμήνευσαν οι
νεοπλατωνικοί. Αναδομημένος, μεταμορφωμένος, ανατραπείς. Αντί να παραμείνει
απόλυτα υποκείμενη στο τρίπτυχο των Ιδεών, η
τέχνη θα αναρριχηθεί στο επίπεδο των μορφών αποσπασμένη από τις κατώτερες
πρακτικές δραστηριότητες, θα μπει στο βασίλειο των ιδεών.
Πώς θα συμβεί αυτό; Απλώς, με το
διαχωρισμό του τρίπτυχου του Πλάτωνα: το
Ωραίο, αν και αντικατοπτρίζει πάντα το υπέρτατο Καλό, θα διαδραματίσει
ολομόναχο το ρόλο του. Θα προικιστεί με
μια συγκεκριμένη Ιδέα, Ιδέα στην
οποία αν ανταποκριθούμε, η έκφρασή
της επί γης, θα είναι η τέχνη. Η τέχνη θα συνδέεται έτσι άμεσα με την ιδέα
της, που είναι η ιδανική της μορφή, χωρίς
να χρειάζεται να περάσει από τη διάνοια. Επιπροσθέτως, η πρόσβαση αυτή στο
βασίλειο των ιδεών μέσω της οδού της τέχνης θα είναι προνομιούχος: η τέχνη αποτελεί το αμεσότερο μέσο να
ενωθείς με το Ένα, με την αρχή κάθε πράγματος. Από αυτό και μέσω αυτού,
επέρχεται συγκερασμός του αισθητού και της ιδέας, δημιουργείται ένας σύνδεσμος
ο οποίος από τον κόσμο της σύλληψης οδηγεί απευθείας στην ψυχή του σύμπαντος. Η
τέχνη ανοίγει ένα παράθυρο στη θέαση των πάντων. Η ομορφιά είναι το κλειδί της
κατανόησης.
Ο Πανόφσκι έδειξε εξαιρετικά στην
Ιδέα (
Έργουιν Πανόφσκι,
Ιδέα)
,
πώς μπόρεσε να γίνει αυτή η ταχυδακτυλουργική μετατροπή, αψηφώντας κάθε
αληθοφάνεια και κάθε αλήθεια του πλατωνικού κειμένου. Ο Κικέρωνας ήταν ο πρώτος,
λέει ο Πανόφσκι, ο οποίος στον λόγο του «
Ο
ρήτορας» συνετέλεσε στο να κατέλθει εκ νέου το ωραίο στον τομέα της τέχνης,
ως το καταλληλότερο όργανό της. Ταυτόχρονα, απελευθερώνει την τέχνη από το
φαινομενικό της στοιχείο για να την καταστήσει το όργανο μια θέασης της Φύσης,
ήτοι της εξιδανίκευσής της.
Η ανατροπή είναι διπλή λοιπόν. Με
την πρώτη - αν εμπιστευτούμε τη Γέννηση της τραγωδίας- περνάμε από μια αφελή τέχνη, η οποία δεν αντικατοπτρίζεται στη
διάνοια, σε μια τέχνη όπου όλα έχουν να
κάνουν με το μέτρο, τη συμμετρία και τη γεωμετρία, η οποία περιφρονεί την
έμπνευση, ξορκίζει το δαίμονα του παραλόγου και δεν μπορεί να αξιολογηθεί παρά
μόνο αναμετρώμενη με την αλήθεια. Εδώ, το κατανοητό εισάγεται ως αρχή. Με τη δεύτερη, οφειλόμενη αυτή τη φορά
σε μια κυριολεκτικά ανατρεπτική ερμηνεία της πλατωνικής θέσης ως προς την
τέχνη, η τέχνη, απέναντι στην οποία
ο ίδιος ο Πλάτωνας στάθηκε σε γενικές γραμμές αμείλικτος, μεταμορφώνεται και βρίσκεται να προάγεται σε παράδειγμα κάθε
πνευματικής δραστηριότητας, αλλά και του σύμπαντος.
Πράγματι, οι εσωτερικές
παραστάσεις του καλλιτέχνη συγχέονται στο εξής με τις αρχικές αρχές της φύσης.
Για τον
Πλωτίνο, το πνεύμα γεννά τις ιδέες από το ίδιο και τις διαδίδει στον
κόσμο της χωρικότητας με αφθονία: το σύμπαν είναι έργο της ομορφιάς, όπου
λάμπει η Ιδέα (Πλωτίνος,
Εννεάδες,
βιβλίο 1, 6: Περί ωραίου).
Για τον Πλωτίνο, αλλά και για
τους Αγίους Αυγουστίνο και Θωμά, το ωραίο γίνεται η ιδανική μορφή, όπως
εμφανίζεται μέσω της τέχνης, και, παρούσα στο πνεύμα του καλλιτέχνη ο οποίος
επιχειρεί να της δώσει σώμα, συμβάλλει στην εξύψωση του πνεύματος∙ γεγονός που
αποτελεί επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης ενός Θεού καλλιτέχνη και του ίδιου. Η
σφαίρα της μεταφυσικής περιβάλλει έκτοτε τα έργα τέχνης, τα οποία αναπτύσσονται
και ορίζονται μέσα σε αυτήν.
4. Η περιβάλλουσα διασπορά
ιδεών
Αν ο Πλάτωνας δεν θεμελίωσε μια
θετική θεωρία για την τέχνη, μα ούτε και τέχνες γενικότερα, αλλά εξέφρασε μια
θέση ως προς τη μικρή αξία της τέχνης, χάρη στο διττό του λόγο και στην
ανατροπή που επέφεραν σε αυτόν οι διάδοχοί του, δημιούργησε ένα περιβάλλον, μια
«ατμόσφαιρα», όπου η πνευματικότητα, η σαφήνεια και η ομορφιά συνδυάζονται και
εξυψώνονται. Το ιδεώδες αυτό ενσαρκώνεται στο προϊόν της διάνοιας, κάνοντας
έτσι το φως της τέχνης να λάμψει πάνω στο ανθρώπινο είδος.
Η θεωρία του Πλάτωνα είναι
περιβάλλουσα υπό την έννοια ότι
διασκεδάστηκε προς την κατεύθυνση της τέχνης λοξοδρομώντας μέσω μιας
περίσκεψης, όχι όσον αφορά την τέχνη, αλλά το ωραίο. Να λοιπόν που ο κόσμος της
τέχνης βρίσκεται να περιβάλλεται από μία
άλω συλλήψεων, εννοιών και αρχών, από
την οποία άντλησαν πλουσιότατο υλικό οι κατοπινοί θεωρητικοί και κυρίως οι
ίδιοι οι καλλιτέχνες, έστω και αν αυτό άλλωστε τις μεταμόρφωσε. Αρκεί να
διαβάσει κανείς τα «
σημειωματάρια»
του
Λεονάρντο ντα Βίντσι, τα ποιήματα του
Μιχαήλ Αγγέλου ή τα γράμματα του
Ντίρερ για να το διαπιστώσει. Και ακόμη πιο πλησίον μας, οποιαδήποτε δήλωση που
να αφορά το ιδεώδες, το σχέδιο ή η μορφή που φέρει εντός του ο καλλιτέχνης και
στο οποίο δίνει σώμα, η υπερβατικότητα της τέχνης σε σχέση με την
καθημερινότητα, η μοναδικότητα του έργου και εκείνη του δημιουργού του, ή ακόμη
-συχνό θέμα των σχολιαστών τέχνης- το χάρισμα του καλλιτέχνη να βλέπει (στο θεό
ή στο πνεύμα) εκείνο που το χυδαίο δεν βλέπει, την πραγματική ουσία των πραγμάτων.
Ο ζωγράφος διαθέτει ενόραση: «Όταν ο θεός έστειλε τις ψυχές στο μέλλον,
τοποθέτησε στο πρόσωπό τους μάτια φορείς φωτός» (Πλωτίνος).
Αυτά τα ίχνη, όπως η σκιά που
φέρει μια θεμελιωτική φιλοσοφία, βρίσκονται διασκορπισμένα παντού μέσα στο χώρο
όπου εξασκείται η καλλιτεχνική δραστηριότητα. Σηματοδοτούν την κοινή γνώμη
εξίσου με τις πιο εκλεπτυσμένες θεωρίες. Τίποτα σχεδόν δεν ξεφεύγει από την
επιρροή τους, ακόμη κι όταν είναι «γίνουν κάποιες μικροαλλαγές ή να ασκηθεί
κριτική στα στοιχεία τους.
ΤΟ ΒΗΜΑ γνώση, 2007, σελ.
14-23