Ο Γερμανός κλασικιστής και φιλόσοφος
Φρίντριχ Νίτσε (1844-1900) είχε και αυτός εμμονή με την ιδέα ότι ο θάνατος του
Σωκράτη ήταν απόλυτα συνειδητός και ορθολογικός: μια διανοητική συνάντηση με
μια άλογη δύναμη.
Ο Νίτσε είχε μια σχέση αγάπης και μίσους με
τον Σωκράτη, τον οποίο άλλοτε ηρωοποιούσε και άλλοτε δαιμονοποιούσε. Την
αμφιταλάντευσή του απέναντι στον Σωκράτη ενίσχυε η αμφιθυμία του ως προς τον
ορθό λόγο.
[…] για τον Νίτσε η σωκρατική φιλοσοφία
αποτελούσε αγγελτήριο θανάτου της τραγωδίας και της γέννησης της πολιτισμικής
παρακμής. Στο βιβλίο του Η γέννηση της
τραγωδίας (1872) ο Νίτσε δηλώνει ότι η φιλοσοφία του Σωκράτη σήμανε τον
«θάνατο της τραγωδίας»: «Αναλογιστείτε τις συνέπειες των σωκρατικών αρχών «Η αρετή
είναι γνώση· ο άνθρωπος αμαρτάνει μόνο από άγνοια·
ο ενάρετος είναι και ευτυχισμένος». Στις τρεις αυτές βασικές όψεις του
οπτιμισμού φωλιάζει ο θάνατος της τραγωδίας». Ο Σωκράτης ήταν πολύ ορθολογιστής
για να αφήσει χώρο στην τραγωδία. «Ο θνήσκων Σωκράτης, που με τη λογική του
υψώθηκε πάνω από το φόβο του θανάτου, γίνεται ο θυρεός στις πύλες της επιστήμης
που θυμίζει στους πάντες την αποστολή τους: να κάνουν την ύπαρξη να φανεί νοητή
και ως εκ τούτου λογική». Αυτό για τον Νίτσε ήταν το μεγαλύτερο ψέμα.
Ουσιαστικά, η αντίθεση του Νίτσε εστιάζεται
σε δύο απόψεις του Σωκράτη ότι τη ζωή του ανθρώπου την κατευθύνει ο ορθός λόγος και
ότι η ζωή μπορεί να γίνει απόλυτα κατανοητή. Ο Νίτσε επιμένει ότι οι άνθρωποι
δεν είναι πλήρως –ή έστω κατά βάση- λογικοί: ακόμα και ο Σωκράτης ήταν πολύ
λιγότερο λογικός απ’ ότι ήθελαν να πιστεύουν ο ίδιος και οι συνεχιστές του. Ο
Νίτσε χλευάζει τις τελευταίες του λέξεις: τι είδους φιλόσοφος είναι αυτός που
παθαίνει λέγοντας ασυναρτησίες για έναν κόκορα; Για τον Νίτσε το περίφημο δαιμόνιο
του Σωκράτη δεν ήταν παρά κάποια μόλυνση στο αυτί του.
Ωστόσο, οι απόψεις του Νίτσε για τον
Σωκράτη δεν μένουν σταθερές. Παραδέχεται ότι «ο Σωκράτης, για να είμαι
ειλικρινής, μου μοιάζει τόσο πολύ, ώστε σχεδόν πάντα του εναντιώνομαι». Θαύμαζε
τον είρωνα, αστείο και απρόβλεπτο Σωκράτη και ήθελε να τον ξεπεράσει. Πίστευε
πως αν ο Σωκράτης παράβγαινε με τον Ιησού, θα τον κατατρόπωνε. Στο Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο (1878)
σχολιάζει: « Ο Σωκράτης με την πρόσχαρη σοβαρότητά του και τη σοφία του
πειραχτηριού υπερέχει σε σχέση με τον ιδρυτή του χριστιανισμού. Επιπλέον, ήταν
ευφυέστερος».
Μετά, γράφοντας τη Χαρούμενη επιστήμη (1882), επιτίθεται και πάλι άγρια στο Σωκράτη
χαρακτηρίζοντάς τον πρόδρομο και πρωτεργάτη μιας παρηκμασμένης και διεφθαρμένης
κοινωνίας. Ο Νίτσε αναφέρει επίσης πως ο Σωκράτης ίσως να μην ήταν καν Έλληνας·
η διάσημη πλακουτσωτή μύτη του μας βάζει σε υποψίες σχετικά με την φυλετική του
καθαρότητα: στο Λυκόφως των ειδώλων
(1888) μας λέει ότι «ο Σωκράτης προέρχεται από τους κατώτερους, ο Σωκράτης ήταν
ένας από τον όχλο. Ξέρουμε, μπορούμε ακόμα και να δούμε πόσο άσχημος ήταν […]
Ήταν ο Σωκράτης πράγματι Έλληνας;» Το ήδη αρχαίο πρόβλημα της εξωτερικής
εμφάνισης του Σωκράτη παίρνει δυσοίωνη τροπή σε περίοδο ευγονικών πειραματισμών
και φυλετικών διαχωρισμών […]
«Ο Σωκράτης ήθελε να πεθάνει. Μόνος του
ήπιε την κούπα με το δηλητήριο. Δεν θέλησε από μόνη της η Αθήνα να του βάλει
στο στόμα, εκείνος την εξανάγκασε να το κάνει». Ο Σωκράτης ενέπαιξε τους
Αθηναίους: ατιμάστηκαν εκείνοι για τον θάνατο που ο ίδιος εξαρχής επιθυμούσε.
Emily Wilson, Ο θάνατος του Σωκράτη
Εκδόσεις Πατάκη, 2011, (σελ. 288-290).
*
«Αυτό το χειμώνα έχω να κάνω δύο διαλέξεις
για την αισθητική των Ελλήνων τραγικών» έγραφε ο Νίτσε, από τον Σεπτέμβριο του
1869, στον φίλο του Γκέρσντορφ […]
Περιέγραψε μιαν Ελλάδα άγνωστη,
αναστατωμένη από τα μυστήρια, τα μεθύσια του θεού Διόνυσου, και μυημένη, μέσω
αυτής της αναστάτωσης και αυτής της μέθης, στον λυρισμό, στο τραγούδι, στην
τραγική θεώρηση […]
Ο Αθηναίος, όταν προσερχόταν να παρασταθεί
στην τραγωδία του μεγάλου Διονύσου, μες στην ψυχή του έφερε κάποια σπίθα αυτής
της στοιχειώδους δυνάμεως απ’ όπου γεννήθηκε η τραγωδία. Αυτό που νιώθουν όλοι
οι απλοί λαοί κι ολόκληρη η φύση, όταν πλησιάζει η άνοιξη, είναι η ακαταμάχητη
ανοιξιάτικη ορμή που ξεσπάζει, μια μανία, ένα παραλήρημα ανάκατων εντυπώσεων.
Είναι γνωστό: οι πασχαλιάτικες και αποκριάτικες διασκεδάσεις μας, μασκαρεμένες
από την Εκκλησία, υπήρξαν αρχικά εορτές της ανοίξεως. Το κάθε τι εδώ προέρχεται
από βαθύτατο ένστικτο: η γέρικη ελληνική γη σήκωσε κι αν σήκωσε ενθουσιώδη
πλήθη, γεμάτα από τον Διόνυσο· […]
Στη δεύτερη διάλεξή του, ο Νίτσε μίλησε για
το τέλος της τραγικής τέχνης. Γεγονός μοναδικό: όλες οι τέχνες της Ελλάδας
παρήκμασαν αργά κ’ ένδοξα, εκτός απ’ αυτήν: η τραγωδία δεν γνώρισε παρακμή.
Χάθηκε, με τον Σοφοκλή, σαν αφανισμένη από κάποια καταστροφή. Κανείς δεν το
πρόσεξε, κανείς δε μελέτησε αυτό το φαινόμενο […] Ο Νίτσε ερμήνευσε με τον
τρόπο του την καταστροφή των Αθηνών: η αττική τραγωδία έπεσε, είπε, γιατί
σκόνταψε πάνω σ’ έναν καταστροφέα, τον Σωκράτη. Τόλμησε, έτσι να καταγγείλει
τον πιο τιμημένο από τους ανθρώπους. Αυτός, βεβαίως, ο Αθηναίος από αμφίβολη
φυλή, ο Έλληνας με το δύσμορφο πρόσωπο, με την πλακουτσωτή μύτη, και τα χονδρά
χείλη· αυτός, ο είρων και άσχημος μέτοικος,
εξαφάνισε την αρχαία ποίηση.
Ο Σωκράτης δεν είναι ούτε καλλιτέχνης, μήτε
φιλόσοφος· δε γράφει, δε διδάσκει, μόλις που μιλά·
καθισμένος στην αγορά, σταματά τους ανθρώπους που περνούν, τους ρωτά, τους
κάνει τις πιο απλές ερωτήσεις, κ’ ύστερα, παίρνοντας σα θέμα τις απαντήσεις
τους, εξετάζοντάς τις με κοροϊδευτική λογική, τους πείθει όλους, τον ένα ύστερα
από τον άλλο, πως πάσχουν από παχυλή άγνοια και παραλογισμό. Εφευρέτης της
ειρωνείας, η ειρωνεία του ντροπιάζει τις απλές πίστεις που έδιναν τη δύναμη
στους προγόνους, διάλυε τους μύθους που έτρεφαν τις αρετές τους. Ο Σωκράτης
περιφρονεί την τραγωδία, και το δηλώνει· αμέσως τα χάνει ο
Ευριπίδης και κοντοκρατεί την έμπνευσή του· ο νεαρός Πλάτων,
που ίσως και να ξεπερνούσε ακόμη και τον Αισχύλο και το Σοφοκλή, συνεπαρμένος
με τον καινούριο του δάσκαλο, καίει τους στίχους του και παραιτείται από την
τέχνη. Έτσι, ο Σωκράτης πετυχαίνει την αποφασιστικότερη επανάσταση: διαταράσσει
τον παλιό ενστικτώδη και λυρικό κόσμο, την αριστοκρατία των πόλεων, και, με τη
φωνή του Πλάτωνος, του γοητευθέντος κι αποστραφέντος Πλάωνος, αποστρέφοντας την πιο όμορφη νεότητα που
υπήρξε ποτέ, από τη μέθη της ηρωικής ζωής, της προτείνει την ηθική ζωή. Ήταν άξιος
του κώνειου.
Ντανιέλ
Αλεβύ,
Φρειδερίκος Νίτσε
Εκδόσεις Γκοβόστη, 1990 (σελ. 80-82)