Στο
IV Κεφάλαιο «Οι
θεωρητικοί απέναντι στην κοινωνική κρίση και στο πρόβλημα της άνισης κατανομής
του πλούτου» του βιβλίου «Το τέλος της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας» της καθηγήτρια της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας
στο Πανεπιστήμιο VIII του Παρισιού
Claude Mosse,
το οποίο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Παπαζήση το 1978 σε επιμέλεια Γ. Κ.
Βλάχου, παρουσιάζονται οι λύσεις που πρότειναν οι συγγραφείς του 4ου
αιώνα π.Χ. […] στην αναζήτηση της ευτυχισμένης Πόλεως […] Η συγγραφέας διακρίνει τρία ρεύματα στην ελληνική σκέψη,
[…]: Είναι ο «κομμουνισμός», η ενίσχυση
των μεσαίων τάξεων και ο ιμπεριαλισμός.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ πολιτεία του
Πλάτωνα συνδέεται μ’ ένα ολόκληρο ρεύμα πολιτικών ιδεών, που
πρωτοεμφανίζεται, όπως φαίνεται κατά τα τέλη του 5ου αιώνα και εκφράζει μια γενική αντίληψη μετριοπαθούς
και περιορισμένης δημοκρατίας.
Στο οικονομικό πεδίο, που μας
ενδιαφέρει εδώ, η μετριοπαθής αυτή δημοκρατία δεν είναι παρά η πολιτική
έκφραση μιας κοινωνίας μικρών αγροτικών ιδιοκτητών, που είναι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, απαλλαγμένοι από το ενδεχόμενο της
υπερβολικής φτώχειας και του υπερβολικού πλούτου, από την ίδια τη φύση της
ιδιοκτησίας της και από τη φροντίδα που καταβάλλουν για την αξιοποίησή της,
μέσα σε μια ειρηνική και ήρεμη ζωή.
Οπωσδήποτε, δεν είναι εύκολο να
υπαχθούν σε μια μοναδική κατηγορία, το καθεστώς που φαντάστηκε ο Πλάτων στους
«Νόμους», εκείνο που προτείνει ο
Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» και οι διάφορες λύσεις που προτείνουν οι
συγγραφείς ή οι Αθηναίοι πολιτικοί άνδρες του τέλους του 5ου και του
4ου αιώνα […]
Όπως φαίνεται, πρέπει να ξεκινήσουμε από το
πρόβλημα της ισότητας αν και κανείς δεν το έθεσε καθαρά, εκτός από τον
Αριστοτέλη […] Βέβαια, η αρχή της ισότητας όλων των πολιτών είναι η ίδια η αρχή
στην οποία βασίζεται το δημοκρατικό καθεστώς. Στην πραγματικότητα, η ισότητα
αυτή είναι μόνο θεωρητική αν δεν προϋποθέτει την κοινωνική ισότητα, την
εξαφάνιση του υπερβολικού πλούτου και της έσχατης φτώχειας. […]
Ο Πλάτων, καθώς και ο Αριστοτέλης απορρίπτει την αρχή της απόλυτης
ισότητας, την οποία ακόμη και οι πιο φανατικοί οπαδοί της, οι πολιτικοί
άνδρες και οι ηγέτες της Δημοκρατίας του 5ου αιώνα, δεν σκέφτηκαν
ποτέ να εφαρμόσουν στον οικονομικό τομέα, αρκούμενοι στο ημίμετρο της
μισθοφορίας. Δεν είναι λοιπόν η απόλυτη
ισότητα, αλλά κάποια σχετική ισότητα που
μερικοί στοχαστές του 4ου αιώνα θα προτείνουν να λυθεί το πρόβλημα
της κοινωνικής ανισότητας και του ανταγωνισμού πλουσίων και φτωχών.
Ο Πλάτων, στο διάλογο των «Νόμων», εγκαταλείπει αποφασιστικά τον
κομμουνισμό της «Πολιτείας». Όλοι οι πολίτες της αποικίας των Μαγνητών θα
πάρουν έναν αναπαλλοτρίωτο κλήρο […] της
ίδιας αξίας. Σ’ αυτόν όμως τον αρχικό κλήρο θα μπορούν να προστεθούν κινητά
αγαθά λίγο πιο σημαντικά, τόσα όμως ώστε η περιουσία των πλουσιοτέρων να μην
υπερβαίνει το τετραπλάσιο της περιουσίας των φτωχών. […] Τέλος, ο Αριστοτέλης
επιδοκιμάζει τον Πλάτωνα στη βασική του θέση ότι η γη δεν θα καλλιεργείται από
τους πολίτες, αλλά από δούλους, που με τη δουλειά τους θα εξασφαλίζουν τη
συντήρηση ολόκληρης της Πόλεως.
Υπάρχουν πολλά σκοτεινά σημεία στο πλατωνικό σύστημα. Η οικονομική
και κοινωνική δομή της Πόλεως του δεν είναι πάντοτε σαφής, καθώς και τα
προβλεπόμενα μέσα για τη διατήρηση αυτής της κοινωνικής ισορροπίας την οποία
απειλεί, π.χ. μια ενδεχόμενη αύξηση του πληθυσμού […]
Οι αντιφάσεις δεν λείπουν επίσης και από τη
πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, ιδιαίτερα όταν ασχολείται με το θέμα της
κοινωνικής οργάνωσης.
Δεν διεκδικεί
τον τίτλο του αναμορφωτή. Βέβαια γράφοντας για την Πόλη και το πολίτευμα (πολιτεία), προσπαθεί να βρει πως πρέπει
να είναι η ιδεατή Πόλη […] Αλλά δε χάνει
την αίσθηση της πραγματικότητας και κατά τούτο διακρίνεται, όπως το
επιβεβαιώνει και ο ίδιος από τους θεωρητικούς της πολιτικής. «Δεν πρόκειται μόνο, παρατηρεί στην αρχή
του βιβλίου VI, να εκτιμήσουμε ποια είναι η καλύτερη πολιτεία, αλλά και πια είναι δυνατή και ταυτόχρονα εύκολη στην εφαρμογή και ευπροσάρμοστη
σε όλες τις πόλεις». Υπάρχουν λοιπόν
συνεχώς δύο όψεις στις λύσεις που προτείνει ο Αριστοτέλης: η ιδεατή λύση και η
πρακτική ή πραγματοποιήσιμη. Η
τελευταία, άλλωστε, είναι γι’ αυτόν
σπουδαιότερη, αφού σκοπός του είναι να βρει «… έναν τρόπο ζωής που να μπορεί να είναι προσιτός στους περισσοτέρους και
ένα πολίτευμα που να μπορούν να υιοθετήσουν οι περισσότερες πόλεις» […]
Εκείνο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο θεωρεί απαραίτητο, είναι να
εξασφαλιστεί η κοινωνική ισορροπία της Πόλεως με την ανάπτυξη της «μεσαίας»
τάξεως. Πραγματικά, «… οι πολίτες αυτής της τάξεως δεν επιθυμούν τα αγαθά
των άλλων, όπως οι φτωχοί, και δεν είναι όπως οι πλούσιοι, αντικείμενο
πειρασμού και φθόνου». Επιπλέον, όταν η
μεσαία τάξη είναι ισχυρή, αποτελεί την ασφαλέστερη εγγύηση ισορροπίας της πολιτείας.
Έτσι, τα πλεονεκτήματα μιας κοινωνίας που
στηρίζεται στη «μεσαία» τάξη είναι ικανά να επιλύσουν όλα τα προβλήματα που
γεννά η ανισότητα των περιουσιών και ο ανταγωνισμός μεταξύ πλουσίων και φτωχών.
Η πολιτική αστάθεια, η οξύτητα των κοινωνικών αγώνων θα λήξουν με τη δημιουργία
μιας τέτοιας κοινωνίας. Κοντά σ’ αυτό, θα ικανοποιηθεί η φυσική κλίση των
ανθρώπων προς την ισότητα.
Μετά την
αποδοχή της αρχής, απομένει να ερευνηθεί πως εννοεί ο Αριστοτέλης να ενισχύσει
αυτή τη «μεσαία» τάξη και από ποία στοιχεία αυτή η τάξη θα απαρτισθεί. Είναι
ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η πρόταση που κάνει να συγκεντρωθούν τα πλεονάσματα
των εισοδημάτων της Πόλεως και να διανεμηθούν στο λαό σε μεγάλα μερίδια «… για
να μπορεί ο καθένας να αγοράσει μια γωνία γης ή να επιδοθεί στο εμπόριο»,
συνδέεται με μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, το Θεωρικόν και μ’ ένα ιδεώδες που θα συναντήσουμε συχνά στην ιστορία
της ανθρωπότητας: το ιδεώδες μιας
κοινωνίας ανεξάρτητων μικρών παραγωγών. Αλλά ένα ιδεώδες σαν κι αυτό, για
να μπορεί να πραγματοποιηθεί, προϋπόθετε μια κοινωνική και πολιτική ισορροπία
από την οποία ο ελληνικός κόσμος του 4ου αιώνα πολύ απείχε. Ο Αριστοτέλης το γνώριζε. Εν τούτοις, διατηρούσε την πεποίθηση ότι η λύση του
κοινωνικού προβλήματος και η λύση του πολιτικού προβλήματος ήταν αλληλένδετες.
Έπρεπε λοιπόν να βρει, για να πραγματοποιήσει αυτή την «εκ των άνω» επανάσταση ένα Κράτος που δεν θα ήταν ούτε κράτος των πλουσίων ούτε κράτος των φτωχών∙ γι’
αυτό το σκοπό εξετάζει στα τελευταία βιβλία των «Πολιτικών», ορισμένες
τροποποιήσεις των υπαρχόντων πολιτευμάτων (πολιτεία).
Δεν θα σταθούμε παρά σε μερικές μόνο από τις λύσεις που προτείνει ο Αριστοτέλης:
να συνέρχονται σε αραιά διαστήματα οι γενικές συνελεύσεις και να διεξάγονται
σύντομα οι συνεδριάσεις του δικαστηρίου, να περιοριστούν οι περιουσίες, να
περιοριστεί η συμμετοχή των φτωχών στις συνεδριάσεις της Βουλής με καθορισμό
αποζημιώσεως ίσου αριθμού φτωχών και πλουσίων.
Αυτό όμως ισοδυναμούσε με αποκλεισμό των
φτωχών από την κοινότητα των πολιτών και με στέρηση μέρους των πολιτικών τους
δικαιωμάτων. Ο Αριστοτέλης προσχωρούσε έτσι στην ομάδα των μετριοπαθών
δημοκρατών των οπαδών της «δημοκρατίας των χωρικών», που είναι επίσης η
«δημοκρατία των οπλιτών». Οι τελευταίοι φάνηκαν ότι υπερέχουν το 411, και κατά
τα λεγόμενα του Αριστοτέλη, ουδέποτε η Αθήνα είχε κυβερνηθεί τόσο καλά. […]
Εδώ πρόκειται
πράγματι, για μία ιδιαίτερη πλευρά της δεύτερης από τις λύσεις που προτείνει η
ελληνική σκέψη του 4ου αιώνα για το πρόβλημα του ανταγωνισμού μεταξύ
πλουσίων και φτωχών: ο θρίαμβος της
«μεσαίας τάξεως» θα εξασφαλιστεί με τον απλό αποκλεισμό των φτωχών από την Πόλη.
Δεν γίνεται πια λόγος για τροποποίηση του καθεστώτος της ιδιοκτησίας, για
εξίσωση ή τουλάχιστον περιορισμό των ιδιωτικών περιουσιών, για κατανομή του
πλεονάσματος στους φτωχούς. Πρόκειται μόνο και μόνο, να εξοβελιστούν από το
Δήμο τα φτωχότερα στοιχεία, και χωρίς να ευνοείται γι’ αυτό το λόγο η κυβέρνηση των πλουσίων, η
ολιγαρχία, να στηριχθεί η πολιτική ζωή της Πόλεως στη «μεσαία τάξη», που
απαρτίζεται ουσιαστικά από μικρούς ελεύθερους χωρικούς.
Είδαμε ήδη πως
αναπτύσσεται από τα τέλη του 5
ου αιώνα ένα ολόκληρο ρεύμα ιδεών που
ευνοούν τους χωρικούς: αυτό συμβαίνει γιατί
ο ιδιοκτήτης χωρικός είναι κατεξοχήν ο εκπρόσωπος των μεσαίων τάξεων
των οποίων η σταθερότητα αποτελεί προϋπόθεση κάθε πολιτικής ισορροπίας. Αν
ο Ευριπίδης, ο Αριστοτέλης ή ο Ξενοφών πλέκουν εγκώμια για τους χωρικούς, είναι
γιατί τοποθετούνται κατά πρώτο λόγο στο πολιτικό επίπεδο.
Δεν είναι τόσο η ζωή στους αγρούς, αλλά η κατοχή ενός μικρού κτήματος
που κάνει τον χωρικό εχθρό των ταραχών και της ανωμαλίας στην Αγορά και
αντίπαλο της φιλοπόλεμης πολιτικής των δημαγωγών. Αυτή η ίδια φροντίδα για
κοινωνική πολιτική ισορροπία κάνουν τους οπαδούς του
Θηραμένη να εύχονται τον
αποκλεισμό των θητών από το πολιτικό σώμα και την παραχώρηση των πολιτικών
δικαιωμάτων μόνο στην τάξη των ιππέων και των οπλιτών, η οποία στην
πραγματικότητα, συμπίπτει με την τάξη των μικρών και μεσαίων γαιοκτημόνων. Αυτό
συνάγεται καθαρά από την αγόρευσή που ο Ξενοφών, στα «Ελληνικά», αποδίδει στο
Θηραμένη: «…
Εγώ, Κριτία, πολεμώ πάντοτε
εκείνους που νομίζουν ότι η δημοκρατία δε θα είναι καλή παρά μόνο όταν οι
δούλοι και οι εξαθλιωμένοι, που θα πουλούσαν την Πόλη για μια δραχμή,
συμμετέχουν στην κυβέρνηση και είμαι εξάλλου πάντοτε αντίθετος με εκείνους που
νομίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει καλή ολιγαρχία παρά μόνο αφού υποταχθεί η
Πόλη στην τυραννία των λίγων. Αλλά και παλαιότερα νόμιζα και τώρα εξακολουθώ να
έχω την ίδια γνώμη, ότι πρέπει να είναι κανείς με εκείνους που είναι ικανοί να
υπηρετούν ως ιππείς ή οπλίτες».
Παρά την
αποτυχία της επανάστασης του 404, οι οπαδοί της «δημοκρατίας των χωρικών» την
επομένη της αποκαταστάσεως της δημοκρατίας, προσπάθησαν να επιτύχουν την έκδοση
ενός διατάγματος που θα επέτρεπε μόνο στους ιδιοκτήτες ακινήτων την άσκηση των
πολιτικών δικαιωμάτων. Το διάταγμα του Φορμισίου απερρίφθη και ως την έκδοση
του διατάγματος του Αντίπατρου, το 322, δεν έγινε πια λόγος για αποκλεισμό των
φτωχών από την Πόλη.
Παρ’ όλα αυτά, μια ολόκληρη μερίδα της φωτισμένης δημόσιας
γνώμης αντιμετώπιζε ήδη μια λύση του προβλήματος της ανισότητας των περιουσιών:
να «εξαχθούν» οι φτωχοί, οι οχληροί
αυτοί πολίτες, προς τις ανατολικές χώρες, την περσική αυτοκρατορία που βρισκόταν σε αποσύνθεση και προσφερόταν
για την ικανοποίηση κάθε είδους βλέψεων.
Δημοσιεύτηκε στον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ στις 27 Ιουνίου 1996