Του Παντελή Μπουκάλα
Για την ετυμολογία της λέξης παροιμία, η οποία πρωτοαπαντά
στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, δεν πρόκειται να υπάρξει γλωσσολογική συμφωνία.
Άλλοι θα επιμένουν πως η λέξη παράγεται από το παρά + οίμος, όπου οίμος η οδός,
και άλλοι θα υποστηρίζουν ότι το δεύτερο συνθετικό είναι η οίμη, η ωδή. Το
νόημα της λέξης πάντως έμεινε ίδιο, πράγμα που δυστυχώς δεν συνέβη με όλες τις
άλλες ούτε και με τα δομικά γνωρίσματα της γλώσσας. […]
Εν πάση περιπτώσει, όπως το
κωδικοποίησε ο λεξικογράφος Ησύχιος τον 5ο αιώνα μ.Χ., οι παροιμίες είναι «παραινέσεις, παραμυθίαι, νουθεσίαι ηθών, έχουσαι
και παθών επανόρθωσιν»· συνοπτικότερα, παροιμία
είναι ο «βιωφελής λόγος». Παροιμίες δημιουργούν όλοι οι λαοί, οι οποίες δεν
συμφωνούν πάντοτε, αφού κάθε κουλτούρα έχει τη σφραγίδα της. Ανακεφαλαιώνουν με
λίγες λέξεις τις συλλογικές τους εμπειρίες, σύμφωνα πάντοτε με την αρχή ότι τα
παθήματα πρέπει να γίνονται μαθήματα, και, συχνά με λόγο φιλοπαίγμονα,
μεταδίδουν τη σοφία τους, τη βιοθεωρία τους. Καμιά φορά οι παροιμίες αντιφάσκουν, τουλάχιστον στην πρώτη ανάγνωση.
Συνηθισμένο είναι ν’ ακούμε τους αυτοθαυμαζόμενους για τον αριστοκρατικό τους
στοχασμό να μέμφονται ή να λοιδορούν τον λαό που και «όποιος βιάζεται
σκοντάφτει» λέει αφοριστικά αλλά και «το γοργόν και χάριν έχει» διαπιστώνει.
«Κοινοτάτη», γράφει στις «Παροιμίες» ο Νικόλαος Πολίτης για την παροιμία «το
γοργόν και χάριν έχει», παραθέτει δε και μία συναφή εκ Κρήτης: «Όποιος
γοργοφάει και γοργοπαντρευτεί, δεν το μεταγνώθει». Όσο για τη
βία/βιάση/βιασύνη, δεκάδες οι παροιμίες, με κάθε τόπο να προσφέρει τη δική του
παραλλαγή, έμμετρη ή πεζολογική. «Η σκύλα από τη βια της γεννάει τυφλά τα
παιδιά της», λ.χ.· «όποιος βιάζεται, γεράζει γρήγορα»· «όποιος βιάζεται, γνώση
χρειάζεται»· «όποιος βιάζεται, ξωμένει» (κι αυτή κρητική, με την εξής ερμηνεία:
«Ο επισπεύδων τον δρόμον ίνα εγκαίρως φθάση εις το νυκτερινόν κατάλυμα,
διανυκτερεύει εν υπαίθρω· η πολλή σπουδή επιβραδύνει μάλλον την συντέλεσιν του
έργου»· «όσου βιάζιτι η γριά, τόσου κόβιτ’ η κλουστή» (όχι, ας μη βιαστούν οι
Ρουμελιώτες να πουν, λόγω κωφώσεως γραμματικώς εννοουμένης, πως είναι δική
τους· από τη Λέσβο είναι). Τέλος, μία με καταγωγή από τη Σίφνο, την Κρήτη και
την Κάρπαθο: «Σαν έρθ’ η νύφη στο χωριό, μη βιαστείς να την εδείς». «Γνώμη
ακραιφνώς ελληνική», λέει ο Πολίτης, «διότι είναι απαύγασμα παρατηρήσεως
ελληνικών εθίμων. Η γαμήλιος πομπή θεωρείται εκ των μάλιστα περιέργων θεαμάτων,
και διά τούτο πάντες σπεύδουσι να ίδωσιν αυτήν. Διδάσκει δ’ η παροιμία ότι
ουδεμία χρεία να σπεύδωμεν όπως ίδωμεν κατά την πρώτην εμφάνισιν αυτών
πράγματα, τα οποία δυνάμεθα και ύστερον εν ανέσει να εξετάσωμεν».
Κι αν δεν πρέπει να βιαζόμαστε
να δούμε κάτι καινούργιο, πόσα χαλινάρια πρέπει να βάλουμε στον εαυτό μας ώστε
να μην αγοράζουμε πριν εξετάσουμε (αλλά πώς θα πρόκοβε η μόδα)· να μην
πιστεύουμε πριν ψηλαφήσουμε (αλλά τότε τι θα απογίνονταν τα διακινούμενα
σενάρια επιτυχίας και ευτυχίας που εμπαίζουν τα ίδια μας τα βιώματα)· να μην
παθιαζόμαστε πριν μετρήσουμε και ξαναμετρήσουμε (αλλά τότε πού θα κατέληγαν όσα
κόμματα έχουν μάθει να δουλεύουν με φανατισμένους που τους αποζημιώνουν όταν
έρχονται στην εξουσία)· να μην ταυτιζόμαστε πριν ελέγξουμε (αλλά τότε πόσο θα
φύραιναν οι θρησκείες, οι αθλητικές ομάδες, οι σέχτες ή οι αγέλες χρυσαυγίτικου
τύπου).
Οπότε; Οπότε μπορεί να έχει τη χάρη του το γοργό αλλά όχι παντού και όχι
πάντοτε. Και, έστω από αντίδραση στην αγχωτική εποχή της υπερταχύτητας που
ζούμε, του φαστ-φαστ-φαστ, ας ξανασκεφτούμε τον πολιτισμό της βραδύτητας, της
δεύτερης ανάγνωσης, της δεύτερης σκέψης· ας
συμμεριστούμε το αρχαίο γνωμικό «σπεύδε βραδέως», που μοιάζει να συναιρεί
λογοπαικτικά τις «αντιφάσκουσες» νεοελληνικές παροιμίες. Κι ας μην ξέρουμε
ποιος το είπε, μια και ούτε ο Διογένης Λαέρτιος στους Βίους των φιλοσόφων ούτε
ο Ιωάννης Στοβαίος στο «Ανθολόγιον» πιστοποιούν την πατρότητά του. Μάλιστα ο
Διογένης μάς προειδοποιεί πως υπάρχουν διαφωνίες για το ποιος είπε τι, και κάθε
γνωμικό αποδίδεται πότε στον έναν και πότε στον άλλον («διαφωνούνται δε και αι
αποφάσεις αυτών και άλλου άλλο φασίν είναι»). Και για μεν τον πατέρα του
ορφανού γνωμικού δεν είμαστε σίγουροι (έχω δει να αποδίδεται στον Χ(ε)ίλωνα τον
Λακεδαιμόνιο αλλά και στον Πυθαγόρα), γνωρίζουμε όμως δύο στενούς πνευματικούς
συγγενείς του. Τον Ισοκράτη, ο οποίος στον «Προς Δημόνικον» λόγο ενθέτει την
προτροπή «βουλεύου μεν βραδέως, επιτέλει δε ταχέως τα δόξαντα», και τον
Αριστοτέλη, που λέει τα ίδια στα «Ηθικά Νικομάχεια», να σκέφτεσαι δηλαδή αργά,
πολύ, εις βάθος, αλλά να κάνεις ταχύτατα πράξη όσα σκέφτηκες: «Φασίν πράττειν
μεν δειν ταχύ τα βουλευθέντα, βουλεύεσθαι δε βραδέως». Οπότε ουδεμία αντίφαση ανάμεσα στο ταχύ και το
βραδύ. Το καθένα στον καιρό του και για την αποστολή με την οποία συναρτάται.
Αλλά, για ν’ αλλάξουμε χρονικό
και εθνικό πεδίο, στη δεύτερη ανάγνωση καμία αντίφαση δεν χαρακτηρίζει δύο
εβραϊκές παροιμίες που τις βρήκα σε βιβλίο του Γεωργίου Κ. Ζωγραφάκη (ας είναι
καλά τα παλαιοβιβλιοπωλεία). Τα στοιχεία του: «Παροιμίες των Εβραίων Σεφαραδί
της Ελλάδος: Δοκίμιο συμβολής στη μελέτη της Λαδίνο (ισπανοεβραϊκής διαλέκτου
των Εβραίων της Ελλάδος)», Θεσσαλονίκη, 1984. Η πρώτη παροιμία: «Αν μου
αφαιρέσεις την ελπίδα, μου αφαιρείς τη ζωή». Και η δεύτερη: «Όποιος ζει μ’
ελπίδες, πεθαίνει στο τέλος απελπισμένος». Δηλαδή; Να ελπίζουμε ή να μην
ελπίζουμε; Ισχύει ή όχι η μονολεκτική απάντηση, «ελπίς», που έδωσε ο Βίας ο
Πριηνεύς όταν τον ρώτησαν «τι γλυκύ ανθρώποις»; Να ελπίζουμε βέβαια, πώς
αλλιώς. Αλλά αν πορευόμαστε μόνο με ελπίδες, περιμένοντας να πέσει μάννα εξ
ουρανού, δίχως όραμα, σχέδιο, σκοπό, αγώνα και άξιους συνοδοιπόρους, είναι σαν
να βαδίζουμε στα σκοτεινά. Σε τούνελ. Στο γνωστό μας τούνελ.
Δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
(19 Ιανουαρίου 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου