Απέναντι
στο μαινόμενο περιβάλλον της άτης και της ύβρης η αττική τραγωδία θα στήσει το
αιώνιο και πάγκαλο άγαλμα της Δίκης […]
Αρχίζοντας
από τον Όμηρο (Χ 35-41) και τον Ησίοδο (Θεογονία
902) και προχωρώντας στην προσωκρατική διανόηση η επεξεργασία του έχει φθάσει
σε τελειότατες μορφές. Αρκεί να θυμηθούμε την εικόνα της Δίκης, στον Ηράκλειτο
(VS 22B,
94), στον Παρμενίδη (VS 28B, 8.14)
και προπαντός στον Αναξίμανδρο (VS 12B, 1).
Και ακόμα ένας τέλειος γλύπτης της Δίκης, που έρχεται κατ’ ευθείαν από την
πολιτειακή πράξη με την στερεομετρική όραση των νομοθετών, είναι ο Αθηναίος
Σόλων.
Ωστόσο
οι Έλληνες τραγικοί έδωσαν τόσο βάθος
και τέτοια στερεότητα στην ιδέα της Δίκης, ώστε και δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι ολόκληρος ο μεταγενέστερος
ανθρώπινος λόγος, η σωρεία των φιλοσοφικών και ηθικών συγγραφών, όλες οι
περί δικαιοσύνης και αρετής πραγματείες, οι νομοθεσίες, τα συντάγματα και οι
αδιάκοπες πολιτειακές εισηγήσεις δεν
είναι, παρά απλά σχόλια στην ιδέα της Δίκης, όπως την ελάξεψε και την έστησε
στα αρχαία θέατρα η αττική τραγωδία.
[…]
Η Δίκη είναι το έσχατο γνώρισμα της ουσίας του θεού, και η εγγύηση της
αιωνιότητας του σύμπαντος. Καθώς αναπότρεπτα θα επέμβει κάποτε, χωρίς να
λογαριάζεται το αργά ή το γρήγορα, και με την τιμωρία αήττητη θα
επαναταξιθετήσει την αρμονία στα πράγματα, η παρουσία της παίρνει ένα νόημα
κατανυχτικά διαφωτιστικό για την ανθρώπινη γνώση. Το νόημα αυτό συνίσταται στο
φρονηματισμό του ανθρώπου από τα παθήματά του.
Ο Αισχύλος περιέγραψε ολοκληρωμένα
αυτή τη σωφρονιστική επιβολή της Δίκης.
Τα περισσότερα χορικά της Ορέστειας –
και είναι γνωστό ότι τα χορικά είναι νησίδες μέσα στην τραγωδία καθαρά
θρησκευτικές και φιλοσοφικές – υμνούν σε τόνο χερουβικό τη σωτήρια εμπειρία που
κερδίζεται από το διδακτικό απόηχο που αφήνει η επενέργειά της. Η Δίκη είναι το πρωτογενές και το κύριο θέσπισμα
του θεού. Έχουν γίνει θρυλικοί οι στίχοι της παρόδου του χορού στον "Αγαμέμνωνα" (174-78):
«Και τη σοφία
ακέρια κερδίζει, όποιος με την καρδιά του τα νικητήρια αναγράφει στο Δία, που
οδήγησε τους ανθρώπους στη φρόνηση, και όρισέ τον άσειστο νόμο: Θα μάθεις, σαν
πάθεις»
Και
η επανάληψη της προειδοποίησης αυτής ηχεί πανομοιότυπη στο τρίτο στάσιμο του "Αγαμέμνωνα" (1563-64) πάλι:
«Και θα μένει με
το Δία που μένει στο θρόνο του: να
παθαίνει ο που ’καμε. Γιατί ’ναι νόμος»
Όμως
στην ιδέα της Δίκης δεν είναι το
σημαντικότερο η ηθική διάσταση. Ούτε ο διδακτικός χαρακτήρας που έχει η
Δίκη για τον άνθρωπο με την έννοια είτε του αποτρεπτικού είτε του παραμυθητικού
λόγου, πράγμα που κυρίως διαπραγματεύθηκε ο Αισχύλος, επιχειρώντας και
πετυχαίνοντας να μεταμορφώσει τις τιμωρούς οντότητες του ερέβους από Ερινύες σε
Ευμενίδες.
Το σημαντικότερο στην ιδέα της Δίκης
είναι η οντολογική της διάσταση, που συνέβαλε άρτια, εξήρε
και αξιοποίησε η τραγωδία. Εκείνο που στο τέλος μένει από τις εμπλοκές, τις
διεργασίες και τις λύσεις των τραγικών υποθέσεων είναι το μεγαλώνυμο συναίσθημα της νίκης των δυνάμεων της κατάφασης.
[…]
Ποιοι
από τους ήρωες της αρχαίας τραγωδίας κατήλθαν στους βαθύτερους κύκλους και
γνώρισαν τα φρικτότερα σύνεργα της κόλασης; Χωρίς να κάνουμε συγκρίσεις, εκεί
που ούτε χωρούν ούτε πρέπουν, θα καταλέγαμε στην πλειάδα αυτή και τον Οιδίποδα.
Τον θεομίσητο και ακούσια γεννημένο, τον υπερόπτη, τον πατραλοία, τον
αιμομίκτη, τον σύζυγο της μητέρας και αδελφό των παιδιών του Οιδίποδα.
Και
όμως αυτός ο θεοκατάρατος και θεοστυγής θα γίνει το ατίμητο σκεύος της θείας
εκλογής. Τελειώνοντας ο μαρτυρικός κύκλος του επίγειου βίου του οι θεοί θα τον
σώσουν […] Στον Οιδίποδα επί Κολωνώ
θα ακούσουμε την αθωωτική ετυμηγορία:
«Οι
θεοί που σε καταστρέφουν πρώτα, τώρα σε σώζουν»
Ο
Οιδίπους απέρχεται από τη ζωή μ’ έναν τρόπο λογικά ασύλληπτο, και αγνά μυστικό:
«Οι
αόρατες πλάκες τον άρπαξαν, και τον οδηγούν σε ανέγνωρη μοίρα»
[…] Και αυτό είναι το τελευταίο νεύμα της γηθοσύνης και της αισιοδοξίας,
που αναπέμπει η αττική τραγωδία.
Νικολίτσα Δ. Γεωργοπούλου, Η έννοια του θείου στην κλασική Ελλάδα
(Θυμέλη,
1996, σελ. 163-166)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου