Μέχρι τον 11ο αιώνα οι επιτυχίες που είχαν σημειώσει οι
Βυζαντινοί ηγεμόνες στις πολυμέτωπες συγκρούσεις τους με
εχθρικά στρατεύματα οφείλονταν, σε
μεγάλο βαθμό, στο αποτελεσματικό τους σύστημα διακυβέρνησης […]
Σύμφωνα με την παράδοση των Ρωμαίων
αυτοκρατόρων, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας
θεωρούνταν παντοδύναμος, ένας ιεράρχης που η εξουσία του εκπορευόταν
απευθείας από τον Θεό, μολονότι τον έστεφε ο πατριάρχης. Η απόδοση τιμών στον
αυτοκράτορα ακολουθούσε ένα ολοένα και πιο περίτεχνο αυλικό πρωτόκολλο, που
περιγράφεται λεπτομερειακά στο σύγγραμμα Περί βασιλείου τάξεως, που
το έγραψε ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος τον 10ο αιώνα. Ο αυτοκράτορας
έλεγχε πλήρως τη διπλωματία, την εξωτερική πολιτική και τις στρατιωτικές
υποθέσεις. Στις εκστρατείες συχνά οδηγούσε ο ίδιος τον στρατό και αρκετοί
αυτοκράτορες που ενδύθηκαν την πορφύρα ύστερα από πραξικοπήματα είχαν αρχίσει
τη σταδιοδρομία τους ως στρατιωτικοί.
Κατά παράδοξο τρόπο, δεν υπήρχε κάποιος καθιερωμένος κανόνας για
τη διαδοχή. Ο αυτοκρατορικός τίτλος δεν ήταν κληρονομικός. Ορισμένοι
αυτοκράτορες έστεφαν τους γιους τους, ώστε να εξασφαλίσουν τη διαδοχή των
απογόνων τους, αλλά αυτό σήμαινε ότι συχνά υπήρχαν συμβασιλείς. Από τις αρχές του 7ου αιώνα, ο κυρίως
αυτοκράτορας έφερε τον αρχαίο ελληνικό τίτλο του βασιλέως. Ο
αυτοκράτορας μπορούσε επίσης να ορίσει τον διάδοχό του, αλλά συνήθως η διαδοχή
των ηγεμόνων πυροδοτούσε αιματηρές παλατιανές εξεγέρσεις, στη διάρκεια των οποίων
οι φατρίες του στρατού και της αυλής προωθούσαν αντίπαλους υποψηφίους. Ο νέος
αυτοκράτορας έπρεπε να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του λαού, της συγκλήτου της
Κωνσταντινούπολης και του στρατού, και ύστερα ακολουθούσε η τελετή της στέψης.
Στη θεωρία, οποιοδήποτε από τα τρία σώματα των εκλεκτόρων —λαός, σύγκλητος,
στρατός— μπορούσε να ανατρέψει έναν αυτοκράτορα και να προτείνει τον δικό του
υποψήφιο, ο οποίος μπορούσε στη συνέχεια να νομιμοποιηθεί, αρκεί να αποσπούσε
τη συγκατάθεση των άλλων δύο. Στην πράξη ωστόσο, από τη στιγμή της ενθρόνισής
του ο αυτοκράτορας ήταν απόλυτος μονάρχης και το μοναδικό μέσο για την ανατροπή του ήταν η δολοφονία του.
Αν και θεωρητικά οι αυτοκράτορες
ηγεμόνευαν επί της Εκκλησίας, διακρίνονται ορισμένες αλλαγές αφότου έχασαν τη μάχη
της αποκαθήλωσης των εικόνων. Από τον
10ο αιώνα η βυζαντινή εικονογραφία υπογραμμίζει τη συνεργασία του αυτοκράτορα
με τον πατριάρχη, όχι την υπεροχή του πρώτου εις βάρος του δευτέρου. Μετά
τον 12ο αιώνα, καθώς κλονιζόταν η ουσιαστική ισχύς των αυτοκρατόρων, ορισμένοι
πατριάρχες κατάφεραν να στρέψουν τις μάζες της Κωνσταντινούπολης και της
σλαβικής Ευρώπης κατά του βυζαντινού θρόνου, εκμεταλλευόμενοι κυρίως την
αντιλαϊκή πρόταση των αυτοκρατόρων για ένωση της ανατολικής και της δυτικής
Εκκλησίας. Ο αυτοκράτορας ήταν η πηγή του νόμου, και στην αυλή του
παραπέμπονταν οι προσφυγές από τα τοπικά δικαστήρια. Ιδίως όμως μετά το 1261,
συχνά χρησιμοποιούνταν κληρικοί μαζί με λαϊκούς ως περιοδεύοντες δικαστές στα
βυζαντινά κοσμικά δικαστήρια, αν και υπήρχαν και ειδικά δικαστήρια, όπως στη
Δύση, για τους κληρικούς και τις θρησκευτικές υποθέσεις. Εκείνη την εποχή το
εκκλησιαστικό στοιχείο είχε αρχίσει να υποχωρεί από τις αυλές των δυτικών
μοναρχιών.
Συνεχίζοντας την πρακτική των Ρωμαίων αυτοκρατόρων του 4ου
και του 5ου αιώνα οι Βυζαντινοί ηγεμόνες εξακολουθούσαν να παραχωρούν ειδικούς
τίτλους και αξιώματα που δήλωναν την ιεραρχία.
Οι διαβαθμίσεις των τίτλων επιλέγονταν με αυστηρά κριτήρια και η μετακίνηση σε
ανώτερη ιεραρχική βαθμίδα ισοδυναμούσε με κοινωνικό άλμα. Κάθε βαθμίδα είχε τα
δικά της ξεχωριστά εμβλήματα. Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, ο τίτλος του πατρικίου
ήταν ο ανώτερος που μπορούσε να αποκτήσει ένα πρόσωπο το οποίο δεν ανήκε στην
αυτοκρατορική οικογένεια, αν και τον 10ο αιώνα είχαν ήδη δημιουργηθεί έντεκα διαβαθμίσεις
πατρικίων· έκτοτε, όπως ήταν φυσικό, η αίγλη του τίτλου ξεθώριασε. Οι
αυτοκρατορικοί ευνούχοι είχαν υψηλή θέση, αλλά και πάλι υπήρχαν διαβαθμίσεις.
Το ακριβές περιεχόμενο ενός τίτλου μπορούσε να αλλάξει με τον καιρό. Ο τίτλος
του καίσαρα, για παράδειγμα, που αρχικά σήμαινε συμβασιλέας, έπαψε να σημαίνει
πολλά μετά τον 7ο αιώνα. Τον 13ο αιώνα είχε πια λιγότερο κύρος από τον δεσπότη,
έναν τίτλο που συνήθως λάβαινε ο ηγεμόνας μιας κτήσης. Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα
ορισμένοι δεσπότες ανεξαρτητοποιήθηκαν ουσιαστικά από την Κωνσταντινούπολη.
Η βυζαντινή δημόσια διοίκηση ήταν πολύ ευέλικτη και
αποτελεσματική. Πολλές
υψηλές θέσεις στον αυτοκρατορικό οίκο, συγκαταλεγομένου του πριμικηρίου,
απονέμονταν κατά παράδοση στους ευνούχους, που δεν μπορούσαν να ιδρύσουν
δυναστείες. Ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης [praefectus urbi] ασκούσε
σημαντική εξουσία. Αυτός ρύθμιζε τα ζητήματα των συντεχνιών και της οικονομίας,
επόπτευε τα δικαστήρια και τις φυλακές και, όταν απουσίαζε ο αυτοκράτορας,
τελούσε συνήθως χρέη αναπληρωτή του στην πόλη. Τον 10ο αιώνα, ο κεντρικός
έλεγχος είχε πια γίνει πιο συστηματικός και ο αριθμός των υπουργείων (οφφίκια)
είχε αυξηθεί σημαντικά.
Οι δικαστικές και οι οικονομικές υπηρεσίες είχαν αρκετά
τμήματα. Γενικά, υπεύθυνος για τα οικονομικά της
αυτοκρατορίας ήταν ο σακελλάριος ή αρχιγραμματέας, στον οποίο αναφέρονταν οι
προϊστάμενοι των επιμέρους υπηρεσιών. Στις αρμοδιότητές του συγκαταλέγονταν η
επίβλεψη των κρατικών εργαστηρίων, των υδάτινων αρτηριών, των τελωνείων και των
ταχυδρομείων. Τον 12ο αιώνα ο αρχιγραμματέας αντικαταστάθηκε από τον
μέγα λογοθέτη, που αρχικά ήταν ο πρώτος αναπληρωτής του σακελλαρίου στην
υπηρεσία ταχυδρομείων.
Το εισόδημα των αυτοκρατόρων ήταν υψηλό. Τα κύρια φορολογικά
έσοδα προέρχονταν από τους έγγειους φόρους, η εκτίμηση των οποίων αναθεωρούνταν
ανά δεκαπενταετία. Όταν κάποιος αγρότης αδυνατούσε να πληρώσει το φόρο που του
αναλογούσε, η ευθύνη βάραινε ολόκληρη την κοινότητα [θεσμός του
«αλληλεγγύου»] και όχι τόσο τους δημοσιώνες, όπως συνέβαινε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.
Υπήρχαν επίσης κεφαλικοί φόροι και φόροι κατοικίας, αλλά ελάχιστα γνωρίζουμε
για τον τρόπο υπολογισμού ή συλλογής τους. Επίσης,
οι αυτοκράτορες εξέδιδαν υποχρεωτικά δάνεια και συγκέντρωναν σημαντικούς πόρους
από τα κρατικά μονοπώλια και την παραχώρηση εμπορικών προνομίων. Το αποτέλεσμα ήταν μια εξαιρετικά υψηλή
φορολογία που ενίσχυε τη δυσαρέσκεια των υπηκόων τους. Έτσι, στην περίοδο των
σταυροφοριών η οικονομία της αυτοκρατορίας κατέρρευσε.
Η κεντρική διοίκηση ήταν υπερβολικά συγκεντρωτική και άκαμπτη, αλλά ως τα τέλη
περίπου του 10ου αιώνα λειτουργούσε με εκπληκτική επάρκεια, ιδίως στην
Ανατολία. Το βυζαντινό κράτος είχε και μια επαρχιακή οργάνωση. Τα «θέματα», που
διαδέχτηκαν το σύστημα των υπαρχιών [praefecturae] ήταν ο πυρήνας της τοπικής
διοίκησης. Συναντάμε θέματα στις μεθοριακές περιοχές από τον 7ο αιώνα και οι
Ίσαυροι επεξέτειναν βαθμιαία το σύστημα των θεμάτων και στην υπόλοιπη
αυτοκρατορία. Κάθε θέμα έπαιρνε την ονομασία του σώματος που ήταν στρατωνισμένο
στην περιοχή του και, τελικά, τα ίδια τα στρατιωτικά σώματα κατέληξαν να
ονομάζονται θέματα. Γαίες παραχωρήθηκαν σε εποίκους που είχαν την υποχρέωση να
υπηρετήσουν στον στρατό ή στο ναυτικό υπό τις διαταγές στρατηγών που είχαν και
πολιτικές αρμοδιότητες.
Ωστόσο, στη διάρκεια του 10ου αιώνα οι «πολιτοφυλακές» των θεμάτων
χρησιμοποιούνταν κυρίως για αμυντικούς σκοπούς. Ο ρόλος τους αποδυναμώθηκε
καθώς τις αντικατέστησαν επαγγελματίες στρατιώτες που κατακτούσαν εδάφη. Η κυβέρνηση άρχισε να ενθαρρύνει το
σχηματισμό μεγάλων γαιοκτησιών που ήταν υποχρεωμένες να παρέχουν ομάδες
ιππικού, με αντάλλαγμα εκχωρήσεις γης και δικαστικών αρμοδιοτήτων (πρόνοια).
Στη συνέχεια, οι άρχοντες αυτών των ιδιοκτησιών απορρόφησαν τις ελεύθερες
κτήσεις που βρίσκονταν κοντά στα σύνορα. Έτσι, η θεματική οργάνωση περιερχόταν ολοένα και περισσότερο στα χέρια μιας
αριστοκρατίας γαιοκτημόνων πολεμιστών. Οι νίκες που σημείωσε ο Βασίλειος Β'
επί των γαιοκτημόνων [δυνατών] ήταν μόνο μια ανάπαυλα, καθώς ολόκληρα χωριά
τέθηκαν τελικά υπό την προστασία τους. Η
αυξανόμενη ισχύς των γαιοκτημόνων πολλαπλασίασε τις πιέσεις που αντιμετώπιζαν
οι αυτοκράτορες τον 11ο αιώνα από τους σταυροφόρους και τους Τούρκους.
Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου