Η έννοια και ο όρος «χαρισματικός ηγέτης»
πρωτοεμφανίστηκε
στις κοινωνικές επιστήμες πριν από ένα αιώνα, στο έργο του μεγάλου Γερμανού κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ. Δυστυχώς
όμως, η λέξη «χαρισματικός» υιοθετήθηκε αργότερα και από τη γλώσσα της
δημοσιογραφίας, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται σήμερα άκριτα και αδιάκριτα.
[…]
Ο Βέμπερ χρησιμοποίησε τον όρο «χάρισμα» (πάντα στον ενικό)
για να χαρακτηρίσει μια ιδιότητα που
θεωρείται ότι ξεφεύγει από το συνηθισμένο και χάρη στην οποία το συγκεκριμένο
πρόσωπο:
… θεωρείται προικισμένο με υπερφυσικές ικανότητες ή
ιδιότητες, απρόσιτες στον κοινό άνθρωπο, ή θεόπεμπτο ή υποδειγματικό και γι’
αυτόν τον λόγο αναγνωρίζεται ως «ηγέτης».
Αρχέτυπο του χαρισματικού ηγέτη μπορεί να θεωρηθεί ο
θρησκευτικός αρχηγός, ο προφήτης και προπαντός ο ιδρυτής θρησκείας. Γι’ αυτό και ο
Ιησούς Χριστός, όπως παρουσιάζεται από τα ευαγγέλια, προσφέρεται ως κατεξοχήν
οικείο υπόδειγμα και πηγή παραδειγμάτων.
Ιδιαίτερα τόνισε ο Βέμπερ τον επαναστατικό και έκτακτο χαρακτήρα του χαρίσματος, τη ριζική
αντίθεσή του με την καθημερινή ρουτίνα και τις μόνιμες θεσμικές δομές, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του
«χαρισματικού κινήματος», δηλ. του κινήματος που συγκροτείται γύρω από τον
χαρισματικό ηγέτη και τον ακολουθεί. Αρχικά,
το κίνημα αυτό δεν έχει αποσαφηνισμένη ιεραρχία, ούτε οριοθέτηση εξουσιών
και αρμοδιοτήτων. Ωστόσο, τα υλικά και
άυλα συμφέροντα των οπαδών και προπαντός των ηγετικών στελεχών (ή μαθητών»)
απαιτούν τη μετάλλαξη του χαρίσματος και την επένδυσή του σε μονιμότερες δομές,
δηλ. τη «ρουτινοποίησή» του. Αυτή με τη σειρά της προϋποθέτει την
«αποπροσωποποίησή» του και τη μετατροπή του είτε σε οικογενειακό είτε σε
θεσμικό χάρισμα. Μόνο έτσι μπορεί να λυθεί το κρίσιμο πρόβλημα της διαδοχής
του χαρισματικού ηγέτη, δηλ. σε τελική ανάλυση το πρόβλημα της διάρκειας.
Παράδειγμα οικογενειακού χαρίσματος αποτελεί μια δυναστεία (βασιλέων ή και
πολιτικών). Παράδειγμα θεσμικού χαρίσματος αποτελεί η Εκκλησία, ένα κράτος, ένα
πολίτευμα ή και ένα κόμμα.
Εκτός από τους δύο
αυτούς τύπους και την ανάλυσή τους, τρεις ακόμα -σχετικά παραμελημένες- πτυχές
της θεωρίας του χαρίσματος έχουν ιδιαίτερη σημασία εδώ. Αφορούν (1) τις συνθήκες εμφάνισης ενός χαρισματικού
κινήματος, (2) τη σχέση μεταξύ ηγέτη
και οπαδών και (3) τις συγκρούσεις
που συνεπάγεται και πυροδοτεί το χάρισμα.
Σχετικά με το πρώτο
ζήτημα, […] πληρέστερη είναι η σχετική ανάλυση του Πάρσονς:
Κάθε κατάσταση όπου ένα θεσμικό καθεστώς έχει
αποδιοργανωθεί σε σημαντική έκταση, όπου καθιερωμένες διαδικασίες, προσδοκίες
και σύμβολα έχουν διαλυθεί ή βάλλονται, είναι κατάσταση ευνοϊκή για ένα τέτοιο
κίνημα. Δημιουργεί εκτεταμένη ψυχολογική ανασφάλεια που, με τη σειρά της, είναι
επιδεκτική εκτόνωσης με την πρόσδεση σε ένα χαρισματικό κίνημα.
Για τη σχέση
χαρισματικού ηγέτη και οπαδών, ο Μπέντιξ τονίζει χαρακτηριστικά:
Στην «καθαρή» της μορφή, η χαρισματική ηγεσία συνεπάγεται έναν βαθμό αφοσίωσης εκ μέρους των
μαθητών που δεν έχει όμοιό του στους άλλους τύπους εξουσίας.
Σύμφωνα με τον
Βέμπερ, αποφασιστική για την εγκυρότητα
του χαρίσματος είναι η ελεύθερη και οικειοθελής αναγνώριση εκ μέρους των εξουσιαζόμενων.
Αυτή εξασφαλίζεται από κάποιου είδους απόδειξη – που αρχικά ήταν πάντα ένα
θαύμα. Όπου όμως το χάρισμα είναι αυθεντικό δεν αποτελεί αυτή η αναγνώριση τη
νομιμοποιητική βάση. Αντίστροφα (αν όχι πρωθύστερα), η αναγνώριση συνιστά
απόλυτη και πλήρη προσωπική αφοσίωση στον ηγέτη, που πηγάζει από ενθουσιασμό ή
από απόγνωση κι ελπίδα. Αν η απόδειξη και η επιτυχία διαφεύγουν για πολύ από
τον ηγέτη […] αν, προπαντός η ηγεσία του δεν ωφελεί τους οπαδούς του, τότε
είναι πιθανόν ότι το χαρισματικό του κύρος θα εξαφανιστεί.
Σε καθαρά χαρισματικό πλαίσιο, και όταν ακόμη γίνεται ψηφοφορία, αυτή διεξάγεται
υπό την ψυχολογική πίεση της αίσθησης ότι μόνο μια «ορθή» απόφαση μπορεί να
υπάρχει και ότι αποτελεί καθήκον η υιοθέτησή της. Δεν υπάρχουν άλλες θεμιτές
επιλογές.
Εντελώς αντίθετα, ο
ίδιος ο χαρισματικός ηγέτης διατηρεί πλήρη ελευθερία επιλογών. Αυτή είναι ίσως
η πιο καθοριστική διαφορά του από τους άλλους ηγέτες […] Ο χαρισματικός ηγέτης δεν δεσμεύεται από κείμενα ή δηλώσεις –ούτε καν
δικές του προγενέστερες […]
Ωστόσο, στο πλαίσιο
της «δημοψηφισματικής» δημοκρατίας, όπως την αποκαλεί ο Βέμπερ, η σχέση
χαρισματικού ηγέτη και οπαδών παίρνει κατεύθυνση «αντιαυταρχική» και
ορθολογική. Ο δημοψηφισματικός
κυβερνήτης, που έλκει την «αναγνώρισή» του από τους εκλογείς, θα επιδιώξει συνήθως να στηριχθεί σε μια
υπαλληλία που λειτουργεί εύρυθμα και αποτελεσματικά. Θα επιδιώξει να στερεώσει την αφοσίωση αυτών που κυβερνά είτε
κερδίζοντας δόξα και τιμή στον πόλεμο, είτε προάγοντας την υλική τους ευημερία,
είτε επιχειρώντας να συνδυάσει και τα δύο. Η επιτυχία του σ’ αυτά θα
θεωρηθεί επιβεβαίωση του χαρίσματος. Πρώτος
του στόχος θα είναι η καταστροφή παραδοσιακών, φεουδαρχικών ή άλλων αυταρχικών
εξουσιών και προνομίων. Δεύτερος στόχος
του θα είναι η δημιουργία οικονομικών συμφερόντων που θα είναι συνυφασμένα με
το δικό του καθεστώς ως πηγή της νομιμότητάς τους. […]
Η Τρίτη σχετικά
παραμελημένη πτυχή της θεωρίας αφορά τις διχαστικές συνέπειες του χαρίσματος. Η χαρισματική ηγεσία έχει συνήθως θεωρηθεί
συντελεστής ομοψυχίας και συνοχής, ιδίως για νέα έθνη, ενώ παραδόξως αγνοούνται
οι αδυσώπητες συγκρούσεις που συνεπάγεται:
Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν
εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ
θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς·
Κατά Ματθαίον 10: 34-35
Οι συγκρούσεις αυτές εύκολα συνάγονται από
τη θεωρητική ανάλυση τόσο των συνθηκών εμφάνισης της χαρισματικής ηγεσίας, όσο
και τις ιδιαίτερης πίστης και αφοσίωσης που απαιτεί.
Όπως παρατηρεί ο Πάρσονς:
Εκτός από σχετικά γενικευμένη και διάχυτη «ανομία» και
ανασφάλεια, υπάρχουν κατά κανόνα και ειδικές πηγές έντασης και απογοήτευσης,
που μπορεί να έχουν μεγάλη σχέση με τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου
περιεχομένου ενός αποτελεσματικού χαρισματικού κηρύγματος.
Με άλλα λόγια, η ανασφάλεια μπορεί να μαστίζει περισσότερο
(ή και αποκλειστικά) ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων. Αυτές θα ανταποκριθούν
περισσότερο (ή και αποκλειστικά) στο χαρισματικό «κάλεσμα» που ταιριάζει στις
δικές τους ιδιαίτερες συνθήκες, ακόμη και όταν διατυπώνεται με γενικούς όρους. Προκύπτει
έτσι η περίπτωση να εμφανιστούν περισσότεροι από ένας ηγέτες, με απήχηση σε
διαφορετικά ακροατήρια και δεξαμενές οπαδών.
Όπως επανειλημμένα
τονίζει ο Βέμπερ, η «αναγνώριση» της χαρισματικής εξουσίας θεωρείται υποχρέωση
όσων καλούνται να την υπακούσουν. Κατά συνέπεια, όταν μια τέτοια εξουσία έρθει σε σύγκρουση με την ανταγωνιστική εξουσία
άλλου που επίσης αξιώνει χαρισματικό κύρος, δεν μένει παρά η προσφυγή σε μια
αναμέτρηση των δύο ηγετών, με μαγικά ή άλλα μέσα. Καταρχήν, μόνο μια πλευρά μπορεί να έχει δίκιο σε
μια τέτοια σύγκρουση. Η άλλη, είναι
αναγκαστικά ένοχη ενός κρίματος που απαιτεί εξιλέωση.
Στη σύντομη
τυπολογία του για τα είδη κομμάτων, ο Βέμπερ διακρίνει τα «χαρισματικά κόμματα»,
που προκύπτουν από διαφωνία σχετική με τη χαρισματική ιδιότητα του ηγέτη ή
σχετική με το ζήτημα ποιος από χαρισματική άποψη πρέπει να αναγνωριστεί ως ο
ορθός ηγέτης. Η σύγκρουση χαρισματικών
κομμάτων παίρνει τη μορφή και την ένταση σχίσματος. Αφορά ζητήματα πίστης και, κατά
συνέπεια, είναι από τη φύση της ανεπίλυτη και ανεπίδεκτη συμβιβασμού.
Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, 1915 Ο Εθνικός Διχασμός
[Εκδόσεις Πατάκη,
2016, σελ. 157-164]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου