[…] H συνείδηση του εαυτού δεν είναι ποτέ
μια ουδέτερη κατάσταση, αλλά φορτίζεται με συναισθηματικότητα και αξιολόγηση.
Πολύ πριν η ψυχανάλυση διατυπώσει μια θεωρία του πρωτογενούς ναρκισσισμού,
συγγραφείς και φιλόσοφοι αναφέρθηκαν ξεκάθαρα στη σημασία της φιλαυτίας και της αυτοεκτίμησης, που αποτελούν βέβαια αυταρέσκεια, αλλά και αντίδραση κοινωνικής αξιοπρέπειας. Ο Malebranche, αρνούμενος τις ουτοπίες της
ψυχικής ακινησίας, έγραφε: «Αφαιρέστε από το πνεύμα κάθε φιλαυτία, κάθε
επιθυμία για ευτυχία, να μην του αρέσει τίποτα... Και έτσι σίγουρα καθίσταται
ανίκανο για κάθε αγάπη». Αυτό το συναίσθημα είναι το ίδιο το θεμέλιο της ύπαρξης του υποκειμένου, καθώς και του κινήτρου των
συμπεριφορών του, μας προκαλεί δε μια ακατανίκητη ευχαρίστηση, «διότι δεν
είναι δυνατόν κάποιος να μην αισθάνεται και να μην αγαπά την ευχαρίστησή του»[1].
Το αίσθημα της
«αυτοεκτίμησης»,
θεωρούμενο η μύχια αξιολόγηση του υποκειμένου ενώπιον του εαυτού του, αποτέλεσε
αντικείμενο πολλών κλινικών μελετών και μερικών πειραματικών εργασιών. […] Σχηματικά μπορούμε
να πούμε ότι το αίσθημα αυτό φαίνεται να παραπέμπει
πρώτα στο «υπερεγώ», ασυνείδητη δικαστική αρχή προερχόμενη από μια ενδοβολή
των γονεϊκών κανόνων κατά την παιδική ηλικία. Έτσι θα ερμηνευόταν η τάση
μερικών ατόμων στην ενοχοποίηση και την αυτο-υποτίμηση: το υπερεγώ τους θα ήταν
πολύ αυστηρό.
Αλλά
και ο Freud ο ίδιος οδηγήθηκε στο να εκλεπτύνει τη θεωρία του, διακρίνοντας στο
περιθώριο του υπερεγώ τις έννοιες του «ιδεώδους τού εγώ» και του «ιδανικού
εγώ». Ενώ το υπερεγώ αποτελεί ό,τι πρέπει το άτομο να είναι, να κάνει -ή να μην
κάνει- με έναν καθαρά καταπιεστικό εξουσιαστικό ρόλο, το ιδεώδες του εγώ
εκφράζει τον τρόπο συμπεριφοράς για να γίνει αρεστό σ’ αυτή την εξουσία· μπορεί
να θεωρηθεί ως «ο κληρονόμος του ναρκισσισμού», διότι είναι σ’ αυτό, στην
αναζήτησή του και τη λατρεία του, που μεταφέρθηκε αυτή η αγάπη για τον εαυτό,
που αρχικά το παιδί τρέφει για τον εαυτό του. Σύμφωνα μ’ αυτή την οπτική, η
αυτοεκτίμηση θα μπορούσε λοιπόν να εξαρτάται από μια λίγο ως πολύ συνειδητή
σύγκριση ανάμεσα σ’ αυτή την ιδανική αρχή, αυτό το «θέλω να είμαι» και σε ό,τι
το εγώ αντιλαμβάνεται ως σύγχρονο, πραγματοποιημένο. Ανάλογα με το μέγεθος της
απόστασης, η εκτίμηση θα ήταν μεγάλη ή μικρή, λαμβανομένων υπόψη της πάντα σχετικής
έντασης των ιδανικών επιδιώξεων και της αυστηρότητας του υπερεγώ.
Η
εκτίμηση του εαυτού έχει εν τέλει ένα βαθιά κοινωνικό χαρακτήρα, εφόσον το
προσωπικό ιδανικό αντιστοιχεί εν πολλοίς σε μια ταύτιση με γονεϊκά πρότυπα, τα
οποία με τη σειρά τους εμπνέονται από την περιρρέουσα κουλτούρα.
Η πειραματική
έννοια που αντιστοιχεί στην εκτίμηση του εαυτού είναι αυτή του επίπεδου
επιδίωξης.
Πρόκειται για έναν τομέα όπου έχουν γίνει πολλές έρευνες, οι οποίες ακολουθούν
το εξής γενικό σχήμα: η επιτυχία σε
μια προτεινόμενη διαδικασία εξυψώνει το
επίπεδο επιδίωξης, ενώ η αποτυχία
οδηγεί το υποκείμενο στο να μειώσει τις
αξιώσεις του. Όμως η διεργασία είναι στην πραγματικότητα πιο πολύπλοκη,
διότι η έννοια της επιτυχίας διατηρεί μια υποκειμενική όψη και δεν θα μπορούσε
να εξαρτάται από μια απόλυτη σταθερά επίδοσης. Σημαντικό ρόλο στη θέσπιση του επιπέδου επιδίωξης παίζει το να λάβει το
άτομο υπόψη τη γνώμη του άλλου - και ειδικότερα τη γνώμη της «ομάδας
αναφοράς», […] Υπεισέρχεται επίσης η εμπλοκή του υποκειμένου στην άσκηση: όταν
αισθάνεται ότι το αφορά πολύ, το νόημα της επιτυχίας και της αποτυχίας έχει
μεγαλύτερη επίπτωση στην αυτο-εικόνα. Η
εμπειρία της επιτυχίας αποτελεί γενικά ερέθισμα για το άτομο. Συχνά επίσης η αποτυχία το ταράζει αρκετά
ώστε η αντίληψη του μέλλοντος να γίνει μια άρνηση της πραγματικότητας, μια μη
ρεαλιστική απόπειρα εξαφάνισης του άγχους της αποτυχίας και των συνεπειών της.
Όπως έγραψε ο C. Levy-Leboyer (1971),
«κάθε μελέτη της φιλοδοξίας θα πρέπει να λαμβάνει λεπτομερώς υπόψη τις
διεργασίες αυτοαξιολόγησης που διαμορφώνονται με την εμπειρία, αλλά και τις
συγκρίσεις με τα κοινωνικά πρότυπα της στιγμής»· δεν αποτελεί «ούτε ατομικό
χαρακτηριστικό ούτε απόρροια του περιβάλλοντος, αλλά και τα δύο μαζί συγχρόνως,
διότι είναι ένα μέσο για το υποκείμενο να συλλάβει το μέλλον του και να το
πραγματοποιήσει».
Οι
έρευνες που διεξήγαγε δείχνουν ότι είναι
η πρώιμη εμπειρία τραυματικών γεγονότων που ευαισθητοποίησε τα άτομα στη
δυνητική ανασφάλεια που πάντα εμπεριέχει κάθε κατάσταση. Αρχικές επιτυχίες συνέβαλλαν στη δόμηση
μιας σταθερής και αισιόδοξης αυτοεικόνας. Οι φιλόδοξες συμπεριφορές
γεννώνται ακριβώς από τη σύγκρουση των δύο αυτών τάσεων. Όταν υπάρχει ασυμφωνία
ανάμεσα στην κατάσταση όπως την αισθάνεται και τις ικανότητες που αποδίδει στον
εαυτό του, το άτομο κινητοποιείται. Δημιουργείται έτσι ένα είδος ασταθούς
ισορροπίας που καθιστά τον άνθρωπο αγχώδη και συγχρόνως δυναμικό,
αποτελεσματικό και συγχρόνως ανικανοποίητο. Μ’ αυτό τον τρόπο ερμηνεύεται επίσης
ο τυπικά παλίνδρομος χαρακτήρας της φιλόδοξης διεργασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου