Ο Νίτσε ήταν ο γιος
του Δαρβίνου και ο αδελφός του Μπίσμαρκ. Δεν
έχει σημασία το ότι χλεύαζε τους άγγλους εξελικτιστές και τους γερμανικούς
εθνικιστές: συνήθιζε να καταδικάζει
εκείνους που τον είχαν επηρεάσει περισσότερο· ήταν ένας ασύνειδος τρόπος να αποκρύπτει τα χρέη του.
[…]
Αν η ζωή είναι μια πάλη από την οποία
επιβιώνουν οι καλύτερα προσαρμοσμένοι, τότε η δύναμη είναι η υπέρτατη αρετή και
η αδυναμία το μοναδικό ελάττωμα. Καλό
είναι αυτό που επιβιώνει, που νικά· κακό
είναι εκείνο που υποχωρεί και αποτυγχάνει. Μόνο η βικτοριανή δειλία των άγγλων
δαρβινιστών και ο μεγαλοαστικός καθωσπρεπισμός των γάλλων θετικιστών και των
γερμανών σοσιαλιστών μπορούσε να αγνοήσει τούτο το αναπόφευκτο συμπέρασμα. Ήταν
αρκετά γενναίοι για να απορρίψουν τη χριστιανική θεολογία, αλλά δεν τόλμησαν να
σκεφτούν λογικά, να απορρίψουν και τις ηθικές ιδέες, τη λατρεία της πραότητας,
της ηπιότητας και του αλτρουισμού, η οποία απέρρεε από αυτή τη θεολογία. Έπαψαν
να είναι αγγλικανοί ή καθολικοί ή λουθηρανοί, αλλά όχι και χριστιανοί. Αυτά υποστήριζε ο Φρίντριχ Νίτσε.
«Το
βαθύτερο κίνητρο των γάλλων ελευθεροφρόνων από τον Βολταίρο μέχρι τον Ογκίστ
Κοντ δεν ήταν να στηρίζουν το χριστιανικό ιδεώδες… αλλά να το υπερβούν αν ήταν
δυνατόν. Ο Κοντ, με το σύνθημά του «Να ζεις για τους άλλους», ξεπερνά σε
χριστιανικότητα και τον χριστιανισμό. Αυτοί που ενίσχυσαν την απήχηση της
θεωρίας των αλτρουιστικών συναισθημάτων, του οίκτου, καθώς και της χρησιμότητας
των άλλων ως αρχής που κατευθύνει τη δράση του ανθρώπου, ήταν κυρίως ο
Σοπενχάουερ στη Γερμανία και ο Τζων Στιούαρτ Μιλ στην Αγγλία... Όλα τα
συστήματα του σοσιαλισμού εγκαθιδρύθηκαν ακούσια… στο κοινό έδαφος αυτών των δογμάτων».[1]
Ο Δαρβίνος
ολοκλήρωσε ασύνειδα το έργο των Εγκυκλοπαιδιστών: εκείνοι είχαν
καταστρέψει τη θεολογική βάση της σύγχρονης ηθικής, αλλά είχαν αφήσει την ίδια
την ηθική ανέπαφη και απαραβίαστη, να αιωρείται ως εκ θαύματος στον αέρα. Το
μόνο που χρειαζόταν για να σαρωθούν τα υπολείμματα αυτής της απάτης ήταν μια
ανεπαίσθητη πνοή βιολογίας.
Όσοι
είχαν καθαρή σκέψη γρήγορα αντιλήφθηκαν εκείνο που γνώριζαν οι σημαντικότεροι
στοχαστές κάθε εποχής: ότι σε αυτή τη
μάχη που ονομάζουμε ζωή χρειαζόμαστε όχι καλοσύνη αλλά δύναμη, όχι
ταπεινοφροσύνη αλλά περηφάνια, όχι αλτρουισμό αλλά αποφασιστική διάνοια· ότι η
ισότητα και η δημοκρατία είναι ασύμβατες με την επιλογή και την επιβίωση· ότι ο
στόχος της εξέλιξης δεν είναι να αναπτυχθούν οι μάζες αλλά οι ιδιοφυίες· ότι ο
κριτής όλων των διαφορών και όλων των πεπρωμένων δεν είναι η «δικαιοσύνη» αλλά
η δύναμη. Έτσι πίστευε ο Φρίντριχ Νίτσε.
Αν όλα αυτά ήταν
αλήθεια, τι πιο υπέροχο ή σημαντικό από τον Μπίσμαρκ; Ήταν ένας άνθρωπος
που γνώριζε τη σκληρή πραγματικότητα, που δήλωνε ωμά «δεν υπάρχει αλτρουισμός
ανάμεσα στα έθνη» και ότι για τα σύγχρονα ζητήματα δεν πρέπει να αποφασίζουν οι
ψήφοι και η ρητορεία αλλά το αίμα και το σίδερο. […] Η αυξανόμενη στρατιωτική και βιομηχανική ισχύς αυτής της νέας Γερμανίας
χρειαζόταν μια φωνή· η επίλυση των διαφόρων μέσων του πολέμου χρειαζόταν μια
φιλοσοφία που να τη νομιμοποιεί. Ο
Χριστιανισμός δεν μπορούσε να είναι αυτή η φιλοσοφία, μπορούσε όμως ο
δαρβινισμός. Ήταν εφικτό, αρκούσε μόνο λίγο θράσος.
Ο Νίτσε το είχε
αυτό το θράσος και κατάφερε να γίνει αυτή η φωνή.
Nill Durant, Η περιπέτεια της Φιλοσοφίας
[Μεταίχμιο,
2012, σελ. 523-525]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου